Στην
πόλη υπήρχε μια μηχανοκίνητη σκιά θεόρατη, όλων των προσμονών γεννήτορας,
σιδερένια θεά πανύψηλη που προκαλούσε εκεί που βρίσκεται η είσοδος όλων των
αποδράσεων για χαρούμενη φυγή. Πάνω στις ράγες της περπάτησαν πολλά παιδιά,
άλλα ταξίδεψαν για πάντα, ξυπόλητα παιδιά που έτρεχαν παράλληλα με τα βαγόνια,
παιδιά που με χαμόγελα ακόμα και την νύχτα χαιρέτιζαν τους ταξιδιώτες, νύχτα
και μάλιστα χωρίς του θεριού τον βρυχηθμό να τρέμουν. Αστείο τρένο αγαθό, που
φτιάχναμε, μικρά παιδιά από την σιδερένια στις ράγες του πορεία, από πρόκες
κατσαβίδια. Σφύριζε τις ίδιες ώρες και όσοι το έζησαν, όσοι την έζησαν την
σιδερένια σκιά, κοινώνησαν στις πόλης τον ταξιδιάρικο φιλόξενο ανασασμό.
Στο
τέλος της πορείας ξαφνικά, στην θέση αυτή του τέλους, ένα άδειο οικόπεδο,
ανάμνησης σταθμός, τρυπώνει κάτω από τα πόδια ανεπαίσθητα και στην καρδιά μας
του σταθμού ο άδειος χώρος φέρνει παγετό, σαν τις ουλές που ανακαλύπτεις
ξαφνικά στο τέλος κάθε σχέσης που ζαλισμένος βάδισες από του έρωτα το διψασμένο
πάθος, πάθος που όταν απότιστο το άφηνες, σαν τον σταθμό της πόλης γινότανε
κονιορτός, ερημιά που αφάνιζε ύπουλα και αθόρυβα του έρωτα τα ταξίδια. Το
τελευταίο τρένο φίλε μου, κατακάθεται πάνω μας σκουριασμένο και αποκαλύπτει τα
περιγράμματα που ορίσαμε για επιτυχή πορεία πάνω στου μέλλοντος τις ράγες. Στις
ράγες της ζωής βαγόνι που μάθαινε έξοδο και εσύ, συντροφικό βαγόνι συνεχώς, εσύ
και εγώ, πιερότος ίσκιος τρένου με αναλφάβητη θωριά, μουντζούρης αργοκίνητος που
με αδέξιους τρόπους γεμίζεις όλους τους χώρους, ίσκιος που τον βυζαίνει το
μυστήριο της πόλης που τον γέννησε, της πόλης που χωρίς το σφύριγμα του τρένου
καλείται πια να προχωρήσει.
Πόλης,
που ότι δεν φτάνει τεχνουργεί και νέες ράγες να φυτέψουμε καλεί.
«Ο σταθμάρχης»
Γέμισε γεροντοκόρες ο
σταθμός
και περνούν τα τραίνα και
σφυρίζουν
και μένουν πίσω ομηρικές
φιγούρες
όλων των χρόνων τα
ερωτοκυλίσματα
και ο σταθμάρχης αγκομαχά
άνδρας από τριμμένα
ψίχουλα
που μια τους δεν
καταδέχτηκε
και δεν νοικοκυρεύτηκε
σε ένα τραίνο να
πηδήξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου