Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

ΖΩΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΣΙΤΑ







 Άλλη μια κατάσταση παραληρήματος που με τον ίδιο καθιερωμένο τρόπο οδηγεί στην έκρηξη.  Στην λογική της σύγκρισης της απόρριψης και της αντιπαράθεσης. 
–Είσαι άρρωστος! Κοιτάς το σκυλί σου, πιο γλυκά από εμένα.
 Η αυτή ή εγώ! Φώναξε η σύντροφος μου.
  –Μα, φυσικά αυτή… αν το θέτεις έτσι…
Γύρισα και φώναξα κοντά μου την Έψι, τη μικρή μου λύκαινα που ήρθε και κωλοκάθησε δίπλα μου.
– Μα , δεν είναι δυνατόν! Προτιμάς τη σκύλα σου, από εμένα, φεύγω δεν πάει άλλο… Άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της… γύρισε σε μια τελευταία προσπάθεια.
- Είσαι σίγουρος;                                                                 
 -Έψι, φέρε τα παπούτσια της. Η Έψι όπως πάντα χαρούμενη και πρόθυμη έτρεξε και έφερε ένα-ένα τα παπούτσια και τα εναπόθεσε μπροστά της. Της έδωσε δηλαδή τα παπούτσια στο χέρι.   
 –Μπράβο το κορίτσι μου!  Επιβράβευσα, θεωρώντας γελοία αυτή τη σύγκρουση.
- Είσαι τρελός εσύ και το σκυλί σου, μα τι λέω, εσύ και η ζωή σου, αλλά δεν φταις εσύ, εγώ φταίω, που σε ανέχτηκα τόσο καιρό.

Με τα παπούτσια στο χέρι, έφυγε χτυπώντας πίσω της την πόρτα. Ήταν κάτι που είχα ξαναζήσει. Έτσι έμεινα για άλλη μια φορά μόνος με τη σκυλίσια συντροφιά μου, τη μόνη πιστή αγάπη που δεν ζήτησε ποτέ να διαλέξω τις αγάπες ή δεν απαίτησε την αποκλειστικότητα της γλυκιάς ματιάς μου. Τόσο ευγενές όν είναι όπως και τα άλλα ζώα, που χωρίς σχόλια συμπάσχει με τις ιδιορρυθμίες μου. 








Αν την κοιτάξει, έστω στραβά κάποιος, θα το πληρώσει ακριβά. Και θα φροντίσω, εγώ για αυτό. Τέλος η υπομονή στην ανωτερότητα της ανθρώπινης λογικής. Μια ολόκληρη ζωή, έζησα παρέα με  ζώα οικόσιτα και θεωρώ ως απόλυτα φυσιολογική αυτή τη συνύπαρξη. Αυτό που δεν μπόρεσα όμως να καταλάβω ποτέ, είναι πως κανένα ζώο μου δεν πέθανε από γεράματα. Όλα, μα όλα, τα δολοφόνησε το είδος μου. Το πρωτεύων όν άνθρωπος. Με φόλες, αυτοκίνητα… φόλες.

Έβαλα στο ηχοσύστημα  ακουστική Jazz και με ένα διπλό berboun κάθισα στο καναπέ μου και άρχισα να γράφω αυτές τις αράδες με σκοπό να ζωντανέψω έστω και για λίγο τους χαμένους χρόνους με τις χαμένες ζωές των φίλων που αφανίστηκαν από το είδος μου.  Παιδί,  έπαιζα με το πρώτο σκύλο μου τον Sweet που πάντα με περίμενε στο σχολείο και κοιμόταν στα πόδια όταν διάβαζα. Το ζωικό μου βασίλειο μεγάλωνε με τα χρόνια ως κάτι το απόλυτα φυσιολογικό. Φοιτητής-δεν θυμάμαι πως γιγαντώθηκε η κατάσταση-βρέθηκα στη γκαρσονιέρα μου, στη πλατεία Αμερικής, με είκοσι παπαγάλους. Τώρα που το σκέπτομαι, ναι… ήταν ένα σημάδι γι αυτό που θα ζούσα μέχρι σήμερα. Καθηγητής, να παλεύω με την παπαγαλία. Με ψιττακούς όλων των ειδών,  μαθητοψιττακούς,  καθηγητοψιττακούς,, γονείς και υπουργοί παιδείας με πολύχρωμο πτέρωμα και ίδιο λεξιλόγιο. Όλοι ακρωτηρίαζαν τη κριτική ικανότητα παπαγαλίζοντας την αναγκαιότητά της. Με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι οι αληθινοί παπαγάλοι, είναι σε πολλές περιπτώσεις πιο εύστροφοι. Όταν  στον ιερό οίκο μου υπήρχαν πλέον, ψάρια, γάτες, σκύλοι και πουλιά, η ιεράρχηση της εξουσίας ήταν οριζόντια.  Πολλές φορές ο μεγάλος παπαγάλος ο Μingus κρατούσε το ραβδί του μαέστρου και με το πέταγμα του ξεσήκωνε και ενορχήστρωνε το παιχνίδι με τα άλλα είδη. 







Όταν μάλιστα γέμισα και με φυτά τον χώρο μου, άρχισα να φαντάζομαι πως σε λίγο καιρό θα κυκλοφορούσα γυμνός, σαν τον Ταρζάν, πηδώντας από καρέκλα σε καρέκλα. Τότε ήταν που περιόρισα την ζούγκλα μου και άρχισα να χαρίζω τις νέες γενιές σε μαθητές και φίλους, σε μια ύστατη προσπάθεια προσγείωσης στην ηλικία μου και στην πραγματικότητα που επιβάλλει τη διαμονή σε  σπίτια σφαλισμένα και στην ουσία ακατοίκητα από αληθινή ζωή. 
Κάποτε, θυμάμαι και αρρωσταίνω, κάποιος γείτονας πέταξε με αριστοτεχνικό τρόπο  φόλες μέσα στην αυλή μου. Εκείνη η βραδιά ήταν εφιαλτική. Σπάραζαν και φώναζαν οι πιστοί φίλοι μου, οι γάτες, αυτές οι αθόρυβες υπάρξεις και δεν μπορώ να κατανοήσω ακόμη, τι είναι αυτό που ενεργοποίησε το βάρβαρο γονίδιο του δολοφόνου. Απλά μου έρχονται στη σκέψη οι φράσεις του  Leonardo da Vinci  «όταν κάποτε ο φόνος ενός ζώου τιμωρείται όπως η δολοφονία ενός ανθρώπου τότε η κοινωνία δικαιούται να λέγεται πολιτισμένη» 
Επιτάχυνα τη ζωή μου. Στο στρατό  το νευρικό μου σύστημα  βρέθηκε στα άκρα. Εκεί, στο νότιο άκρο της Κρήτης, στο λιβυκό πέλαγος, το στρατόπεδο ήταν μέσα σε ένα θαυμάσιο βιότοπο, βασίλειο ζώων αλλά και πτηνών που έφερνε ο λιβυκός άνεμος. Οι βραδινοί ήχοι ήταν ότι έχει μείνει πιο ζωντανό στις αισθήσεις μου. Ενώ βάλτωνα στις παράλογες απαιτήσεις της θητείας μου, ανέκφραστος δεν μετατράπηκα ούτε μια στιγμή. Ως σκληρός υπερασπιστής των συναισθηματικών μου αδυναμιών για τα άλλα όντα, δεν μπόρεσα να αποφύγω τη σύγκρουση  με τους συμπολεμιστές μου, υπερασπιστές της πατρίδας. Αν και το ίδιο το σύμπαν έχει όρια, σε αντίθεση με την ανθρώπινη βλακεία που είναι απύθμενη, ο δημιουργός τα πάντα εν σοφία δεν εποίησε. 
Οι Μογγόλοι, δηλαδή οι οδηγοί των οχημάτων στο στρατό, διασκέδαζαν με το να κυνηγούν και να πατούν ότι ζώο είχε την ατυχία να βρίσκεται μπροστά  στους φύλακες των πατρώων εδαφών. Δεν ήταν όμως ρατσιστές. Έτσι, είτε σκύλος, είτε γάτα ή πάπια η χελώνα έστεκε  μπροστά τους, είχαν την ίδια αντιμετώπιση. Η κοτρονοειδής  αντίληψη σε όλο το μεγαλείο της. Είδα να επιταχύνει το φορτηγό και με μια αριστοτεχνική μανούβρα πέρασε πάνω από τον κρητικό ιχνηλάτη που έπαιζε ανέμελα. Ήταν και αρχαίο Ελληνικό είδος υπό  εξαφάνιση.
Στο στρατό δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, μόνο οι συνέπειες. Ο σκύλος σπαρτάραγε γεμάτος αίματα στη κοιλιακή χώρα ενώ οι Μογγόλοι ζητωκραύγαζαν για την εξουδετέρωση του εχθρού. Η ακαριαία έκρηξή μου οδήγησε το στρατόπεδο να χωριστεί σε δύο μέρη. Αυτούς που θεωρούσαν φυσιολογική αυτή την πράξη και εμένα που δεν ήθελα να καταλάβω πως είμαι στον  πόλεμο και έπρεπε να γίνω σκληρός. Αντί αυτού εγώ έγραφα: «Αυτή είναι η πατρίδα μου. Χαρακώματα από σπίθες αρχέγονου φωτός. Γη όπου και πάλλεται η λογική σε δυσπεψία». Θεώρησα χαζό να τους αναφέρω πώς οι Σαμουράι με τα Ακίτα και ο Μέγας Αλέξανδρος με τους ηπειρώτες μολοσσούς πάλευαν συντροφιά.

Τελικά οχυρώθηκα στο μοναχικό μου πόστο, στο αριστερό άκρο του στρατοπέδου και στο άβατό μου βρήκαν άσυλο πέντε σκυλιά που έγιναν οι πιστοί φύλακες και σύντροφοι. Στην παρέα προστέθηκαν και δύο χελώνες που ξετρύπωσαν τα σκυλιά σε μια λασπωμένη τρύπα που είχε ανοίξει μια οβίδα από τις στρατιωτικές ασκήσεις. Τα χελωνάκια αυτά βρέθηκαν τελικά στη Φιλανδία, από μια φίλη που τα ερωτεύτηκε και κατάφερε να τα πάει στο βορρά. Ξέρω ότι περνάνε καλά, τα υιοθέτησαν ως σπάνιο είδος και η έκπληξη τους ήταν μεγάλη όταν τα έβλεπαν να τρέχουνε χτυπώντας τα καύκαλά τους, προς το έφρον όν, άνθρωπο. Καθημερινά, με το ηλιοβασίλεμα, τρέχαμε στην άδεια παραλία και γαβγίζαμε από μακριά τις βραδινές σκιές. Η τροφή μου από την άλλη, ήταν ένα πυρηνικό ατύχημα. Το έφερνε σε πλαστικό μπολάκι το τζιπ των Μογγόλων  από τα μαγειρεία και αν ήμουν τυχερός και είχε καπάκι μπορεί και να έτρωγα. Συνήθως ήμουνα άτυχος αλλά τυχερά τα ζώα μου. Θυμάμαι πάντως την κάθε Παρασκευή, που η σπεσιαλιτέ ήταν φακές αλα σαρδέλε, δηλαδή φακές με μια σαρδέλα μέσα που έφταναν στο πόστο μου, ως φακές με κόκκαλα και μυρωδιά σαρδέλας λειωμένης.






 Τα συρματοπλέγματα δίπλα στο πόστο μου χώριζαν το στρατιωτικό έδαφος με ένα άλλο στρατόπεδο από κοτέτσια.  Από εκεί ήρθε η άλλη απειλή.
-Δέσε τους κούλουκες κοπέλι, ζατί θα παίξω μπαλοθιές, φοβίζουν τα κοτόπουλα! Με προειδοποίησε φιλικά, ένα πρωινό ο κρητικός ιδιοκτήτης.

Τα έδεσα. Ο Ίκαρος  όμως, ο πιο άγριος,  υπόφερε και φυσικά δεν μπορούσα να του εξηγήσω ότι η πράξη μου αυτή ήταν για το καλό του. Έτσι, με τον  φίλο συμπολεμιστή μου τον Νίκο και το αμάξι του, τον πήραμε και βράδυ διασχίσαμε την περιοχή του Μεσαρά  για να τον φυγαδεύσουμε σε πιο ακίνδυνα μέρη.  Τον αφήσαμε και φύγαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση για να τον μπερδέψουμε. Αμίλητοι γυρίσαμε, ήπιαμε την ρακή μας και κάναμε ότι όλα έγιναν όπως έπρεπε, αλλά η μελαγχολία εκείνης της βραδιάς μας πλάκωσε και μας έπνιξε παγερά. Το πρωί, στην πόρτα  μου ό Ίκαρος κουνούσε την ουρά του, με πρησμένες τις πατούσες του από το ολονύχτιο τρέξιμό του και στα μάτια του έβλεπα για άλλη μια φορά όπως και στα άλλα ζώα μου  την αγάπη και την συγχώρεση. Η βουβή χαρά μου σε λίγο μετατράπηκε σε φόβο. Μετά από λίγες μέρες τον έθαψα δίπλα στα κοτέτσια με μια αναμνηστική επιγραφή και το όνομα του δολοφόνου του, που ευτυχώς δεν εμφανίστηκε πάλι μπροστά μου. Έστω και ένα ψήγμα μίσους, λένε, σε δένει με το μισητό υποκείμενο, έτσι και εγώ δέθηκα σε αυτή την χρονική στιγμή  και για άλλη μια φορά βαλσαμώθηκε η λογική της συγχώρησης.


Σήμερα βέβαια, σε χρόνια περασμένα που φοβάμαι ακόμα και να κοιμηθώ, έχω τον φύλακα δίπλα μου-ψυχή όλων των αγαπημένων μου-που όταν η άπνοια μου σφίγγει τον λαιμό, μου τραβάει το αυτί με τη γλυκιά ανάσα και ψιθυρίζει στο αυτί: «όχι, μη το διανοηθείς, πριν από εμένα, δεν θα σε αφήσω ποτέ να φύγεις»






Με τον σκύλο μου
τριγυρνώ στους δρόμους
πατώντας σπίθες
πανάρχαιων φωτιών.
Ακόμη βαδίζουμε
συλλέγοντας ασκητικά κόκαλα,
αρχαία ξόρκια πολιτισμών
και μπαρούτι για το θυμιατό μας.
Ελπίζουμε, όταν θα σβήσουμε,
σπίθες να γίνουμε,
ενός πολιτισμού που ξύπνησε
έστω και την τελευταία στιγμή,
εξισώνοντας
σε εκθετικές συναρτήσεις
την σκυλίσια
με την ανθρώπινη ζωή.












Ξαφνικά έφυγε το καλοκαίρι
και απροετοίμαστοι
ντυμένοι ελάχιστα έως καθόλου,
φορέσαμε κατάσαρκα το χιόνι
και σύραμε τα έλκηθρα
με επιβάτες τα γέρικα σκυλιά μας.










«Ο κουτσός σκύλος»



αδέσποτος σκύλος ο κουτσός
κουνούσε τη σαρακιασμένη ουρά
πίσω από μια σκελετωμένη κοιλιά
Και εγώ με το ξύλινο ποδάρι
Κουνώντας τη μαγκούρα
Ξάφνου μου ήρθε να το μαλώσω
γιατί είχα φόβο τρομερό
στη γη μη σωριαστώ και ντροπιαστώ.
Έγλυφε τη μαγκούρα μου
και τη σαρακιασμένη  ουρά κουνούσε
ευτυχισμένος ο σκύλος ο αδέσποτος
αντίθετα με εμένα που  πήρε το παράπονο
και όπως με πήραν λάσπη τα κλάματα
μαζί θα περπατήσουμε -μου είπε-
και είναι τότε που ένοιωσα
πως είμαστε κουτσοί συμπορευτές
με ουρά σαρακιασμένη για ισορροπία
και τότε μεμιάς ρετσίνι ευωδιαστό
έτρεξε από τη μαγκούρα μου



























video












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου