Ένας
φώναξε πως έβλεπε φως πάνω από το κεφάλι μου κι εγώ συγκατατέθηκα γιατί ήμουν
πολύ ευγενικός για να διαφωνήσω. Για ποιο λόγο άλλωστε, φως ακίνδυνο ήτανε μιας
και εγώ δεν το βλέπω. Μια άλλη κυρία μετά από αυτή την σιγή μου είπε πως
ένοιωθε έναν άνεμο ζωοποιό να εκρέει από εμένα. Και πάλι συμφώνησα σε αυτήν και
την όποια άλλη συγκατάθεση. Ύστερα για ένα διάστημα, τίποτα. Μετά άκουσα να
φωνάζουν ότι ήρθε αναπότρεπτα η συντέλεια του κόσμου και «Παναγιά μου τι θα
απογίνουμε τώρα». Όλοι φώναζαν πως ήρθε η ώρα και ένα φεγγάρι σκοτεινό θα μας φάει
όλους. Και τότε συνέβη το πιο παράξενο. Μες τις κραυγές ακούστηκε πιο δυνατά αυτός
που είχε φωνάξει ότι έβλεπε φως πάνω από το κεφάλι μου και όλοι προς στιγμή σαστίσανε,
μα όλοι χαρούμενοι μεμιάς συμφώνησαν δια οχλαγωγίας.
Τελικά
ένοιωσα πως ήταν η σειρά μου και φώναξα πως πράγματι είμαι πιο φωτεινός. Αυτό
συνάντησε την χαρούμενη συμφωνία τους και μάλιστα ένας έφτασε στο σημείο να
χειροκροτήσει τα όμορφα φώτα που έπαιζαν όλο και πιο ορατά τριγύρω μου. Ύστερα
υπέβαλα πως έχω και εκροή ανέμου. Όλοι
οι παριστάμενοι αλλά και όσοι το έμαθαν έκθαμβοι δια οχλαγωγίας χειροκρότησαν.
Αργότερα μια τρομπέτα ακούστηκε στον αέρα σαν από θαύμα να εξέρχεται από το
κλειστό στόμα μου και ο λεπτός αέρας αναγνωρίστηκε ως μουσικός ελπιδοφόρος
φωτοδότης που το φεγγάρι το κακό θα κάνει να μετανιώσει. Όλοι πλέον ήταν
βέβαιοι-εκτός φυσικά από μένα- πως η φωνή μου θα έδινε οριστικές λύσεις. Για
μένα βέβαια δεν υπήρχε στην αρχή η παραμικρή αμφιβολία ότι εγώ δεν είμαι το
θαύμα. Ήταν όμως τόσο κοντά η συντέλεια και του όχλου οι ανάγκες να εκρέω φως
και ανέμους που τι να κάνω και εγώ, πίστεψα αυτές τις απαιτήσεις.
Αυτό
τελικά που κέρδισα από αυτή του πλήθους την ευπιστία ήταν πως είμαι κατάλληλος
για πεφωτισμένος ηγέτης. Και έτσι, έγινα του πλήθους η προσποίηση για σωτηρία.
Μετά την σαρωτική ετούτη ελπίδα σωτηρίας, τα τελευταία αυτά βράδια πριν φθάσει το
σκοτεινό φεγγάρι, με περίσκεψη γράφω στο κρεβάτι μου τους νόμους και τις αλλαγές
για σωτηρία, αν και το χέρι μου μπαίνει ανάμεσα στο φως, τον αέρα μου και το
χαρτί, προκαλώντας μια σκιά που τα μάτια μου κουράζει. Αυτό το υπερβολικό φως
που εξέπεμπα όλο και πιο πολύ τελικά με έκανε κατεβαίνοντας την σκάλα να
παραπατώ, εξαιτίας της φωτεινής κατάστασης των παντουφλών μου.
Όσο
για το ίδιο το ύποπτο αρχέγονο φεγγάρι που μας ρουφιανεύει, ανακάλυψα πως οι
υπήκοοι είχαν δίκιο σε όλες τις λεπτομέρειες. Έτσι αποφάσισα χωρίς καμία τύψη να διατηρήσω
την ιδέα του σωτήρα μέχρι την τελευταία στιγμή, με το φως και
τον ελπιδοφόρο άνεμο που εξέπεμπα σε ετοιμότητα, όπως και οι προκάτοχοί μου πεφωτισμένοι
και ανεμοφορείς εμπνευστές όλων των πανικών σε μια γη που απορώ, πως από την
τόση ηλιθιότητα συνεχίζει να υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου