Τελικά
συνειδητοποίησε ότι μόνο μέσα του υπήρχε μια δύναμη που του άνοιγε όλα τα
αδιέξοδα. Αυτή τον προστάτεψε από την καταστροφή που βρήκε τόσο πολλούς και
τους έφαγε από μέσα. Μια μέρα ανήγγειλε στους φίλους του πως ήταν καιρός να
πάει να περάσει τριάντα τρία μερόνυχτα στο δάσος. Ξόδεψε τα τελευταία του
χρήματα αγοράζοντας ένα αντίσκηνο, γλυκό καλαμπόκι και ένα κοφτερό μαχαίρι.
Πέρασε τα τριάντα τρία μερόνυχτα χαράζοντας γονατιστός στα δέντρα έμβρυα και τα
βράδια πάλι γονατιστός- σαν τον Ελισαίο- τον ταΐζαν τα κοράκια. Με πιο φωτεινή
την δύναμη μέσα του, γύρισε στην πόλη του την τριακοστή τέταρτη ημέρα,
αφήνοντας πίσω του πολλά έμβρυα χαραγμένα σε κορμούς και ακολούθησε όλη αυτή
την ημέρα μια γυναίκα, περπατώντας ακριβώς πίσω της, μιμούμενος το περήφανο
βάδισμά της.
Ξαφνικά έπεσε γονατιστός όπως τριάντα τρία μερόνυχτα μέσα στους γοφούς του καθότανε και ύστερα ξανασηκώθηκε. Η γυναίκα μπροστά του παραπάτησε και έπεσε γονατιστή και αυτή στο πεζοδρόμιο. Όπως ήτανε πεσμένη και αμήχανη την βοήθησε να σηκωθεί. Ήταν μια λεπτή κοπέλα με επίπεδο στήθος αλλά με χαραγμένα στο πρόσωπό της, ένα πλατύ χαμόγελο μια ωραία μύτη και έντονα μήλα, σμιλεμένα όλα περίτεχνα.
Ήταν φανερό πως κάτι αστραπιαίο συνέβη μεταξύ τους. Την άρπαξε και άρχισε βίαια να την φιλάει. Είναι «καθαρό ένστικτο» είπε εκείνη και βίαια ανταποκρίθηκε. Σε λίγο την έγδυνε στο ατελιέ του για να την ζωγραφίσει γυμνή–ο πίνακας ήταν ένα δάσος με θηλυκούς κορμούς δένδρων-και μετά από λίγο η κοπέλα που την ονόμασε Έμπνευση, Πεπρωμένο και Άρτεμη, έμεινε έγκυος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου