Ο φίλος μου ο Ιάσωνας απεβίωσε σε έναν εφιάλτη του, από υπερβολική ποσότητα θαλασσινού νερού, στο βάθος του κορινθιακού κόλπου. Βλέπεις η ζωή παίζει παιχνίδια απρόβλεπτα, αν σκεφτείς ότι το μόνο υπερβολικό που κάναμε στην νεανική ηλικία ήταν η υπερκατανάλωση αλκοόλ, τότε που η παρέα μας πίστευε, ότι γεννηθήκαμε καταμεσής στον κατακλυσμό κάτω από την κιβωτό του Νώε , κολυμπώντας.
Παραθέτω το όνειρο, όπως ο ίδιος το έχει περιγράψει.
Τον αγνό θάνατο μέσα στον υδάτινο κόσμο, σε αυτόν που έχει για φωλιά την άπιαστη κατάδυση, πέρα από τα συμβατά όρια. Την κατάδυση που θανατώνει την υπέρμετρη κοινωνική ανάδυση, μιας καθώς πρέπει κοινωνικής ζωής.
– Εγώ ο δύτης , παρουσιάζω το τέλος της πορείας μιας ζωής, μιας τεθλασμένης που αφάνισε την λογική, στα υδάτινα αλμυρά κάτοπτρα της ύπαρξής μου, που ωστόσο θα μπορούσε να είναι και δική σου. Με θεωρούσαν καλό καταδύτη, γιατί παρ’ όλη την εμπειρία των καταδυτικών μου χρόνων, κρατούσα πάντα αυστηρά, τους κανόνες ασφαλείας και παρέμενα ψύχραιμος βραδυκίνητος ψαροκυνηγός,, επιλέγοντας πάντα την δύσκολη λεία, στους δικούς της όρους. Με ακέραιο τον σεβασμό μου στο περιβάλλον της.
Ξέρεις, πρέπει πάντα να ξεχωρίζεις την ζεστή αγκαλιά του νερού.
Την ζέστη του δικού σου σπιτιού και την αντίστοιχη του πρόστυχου σπιτιού.
Εννοώ με το τελευταίο, οτιδήποτε ξεφεύγει από τους κανόνες ενός ευγενούς θυροκυνηγού.
Η ώρα ήταν 0.00 και σιγά – σιγά βυθιζόμουνα στο βαθύ μπλε, αφήνοντας πίσω μου όλες τις φοβίες που φώλιαζαν χρόνια μέσα μου, σαν παράνομες πόρνες σε κρυφά σαρκικά ραντεβού. Οπωσδήποτε πρέπει να διαχωρίζεις τον φόβο ενός επικείμενου πνιγμού, από το βαθύτερο φλογερό υπαρξιακό ερώτημα του μετέπειτα. Αυτή η βουτιά ,ήταν μια βύθιση σε δίνη πρωτόλεια, πού οδηγούσε κάθετα στο βασίλειο του Μέγα – χταποδιού. Στον παμπόνηρο μονόφθαλμο που καπηλεύεται τα πνευμόνια μου από τις πρώτες καταδύσεις της παιδικής μου ηλικίας.
Είχα περάσει το βάθος των ορίων μου, όταν αντίκρισα το στολισμένο θαλάμι του. Κοράλλια και όστρακα σε διάφορα μεγέθη στόλιζαν με αρχιτεκτονική χάρη την αυλή του, την στρωμένη με βελόνες πολύχρωμων αχινών. Όταν με αντίκρισε ο πελώριος Μονόφθαλμος θέλησα να πλησιάσω πιο κοντά για να ακουμπήσω το Μέγα – μαλάκιο.
Το πρόστυχο σε βάρος του κόλπο μου, ήταν να το παρασύρω στην επιφάνεια και να του δείξω, πως τόσα χρόνια προσπαθώ να ξεφύγω από την δικιά του βασιλική απάθεια. Ίσως η πράξη αυτή είναι και μια εξιλέωση για τον ψυχικό όλεθρο που ζω, όταν προβαίνω σε πλαναρίσματα και άπειρα καρτέρια.
Εκεί στην επιφάνεια, θα ανανεώσω και την αναπνοή μου και θα ετοιμαστώ για την άπνοια της τελευταίας κατάδυσης.
Η έννοια άπνοια είναι συνώνυμη με την έννοια ζωή.
Η ζωή για τον δύτη, είναι μια φούσκα αέρα που σέρνει μέσα στο νερό.
Έτσι αν χώσει κανείς κακοπροαίρετα το δάχτυλό του σε αυτή την μπάλα ζωής και αφαιρεθεί το οξυγόνο, με την άπνοια, ζούμε λίγο παραπάνω, βέβαια με ψευδαισθήσεις, σαν να προσπαθούμε να ανατρέψουμε το αναπόφευκτο, σαν να προσπαθούμε δηλαδή, από το κρασί να φτιάξουμε σταφύλι.
Κατά τα άλλα, έξω από την θάλασσα μπορεί να κυριαρχεί καταιγίδα, ενώ στο βάθος της ο απνιστής δύτης χορεύει μπροστά στη πύλη της απόλυτης ακινησίας. Ενώ είχα βγει λοιπόν από τα όρια μου, έκπληκτος είδα το χταπόδι, αντί να οπισθοχωρήσει στο θαλάμι του, με μια αστραπιαία κίνηση να με αγκαλιάζει. Κι όμως, τα χταπόδια…πετάνε. Τα πόδια τους γίνονται οκτώ ευέλικτες μπαλαρίνες που γλιστράνε στο γαλάζιο του βάθους, σε μια αρμονία μαγική, που σε κάνει να χάνεις την αίσθηση των ορίων του πραγματικού και της φαντασίας.
Αφέθηκα στην παγίδα του.
Ο αέρας που υπήρχε μέσα μου, στα πνευμόνια, δεν τροφοδοτούσε πλέον, ούτε με ελάχιστο οξυγόνο τον εγκέφαλό μου. Ο χρόνος αδυσώπητα τσίγκληζε όλο το μυϊκό μου σύστημα, όλο το υδάτινο περίβλημά μου, με ρίγη υψίστης τάσεως από το γλυκό νάζι του νερού. Η εντολή ανάδυση, μπροστά στη θέα του πεπρωμένου που μεταμόρφωνε τη ζωή σε θάνατο, ατόνησε και έσβησε. Και…η αιώρηση. Αυτές οι φευγαλέες στιγμές ζητωκραύγαζαν με βραδυκίνητες σκέψεις που έπλαθαν ψευδαισθήσεις αθανασίας. Τώρα πια σε αυτή την αιωρούμενη θαλασσογραφία, η αποστροφή της πραγματικότητας οδηγούσε σε κάθετη βύθιση με φανταστικούς ήχους ντομινουήτας, στο υδάτινο πέρασμα. Φαντάστηκα το σώμα μου δεμένο με τα πλοκάμια του σε ένα χορό ή μια μάχη που το αποτέλεσμά της ήταν προκαθορισμένο.
Ο χορός μας έγλυφε την υδάτινη γαλήνη, όπως μια παράνοια οδηγεί τις αισθήσεις, μέσα από την ευδαιμονία σε άγνωστες χρονοδίνες. Και…η ώρα της μάχης.
Τα πόδια του με αγκάλιαζαν πλέον θανάσιμα και άκουγα μέσα μου το τρίξιμο των κοκάλων. Ενστικτώδικα και παθιασμένα δάγκωσα το μάτι του μονόφθαλμου, ενώ ένοιωθα τις βεντούζες του να γλιστρούν στον οισοφάγο μου και από εκεί στο στομάχι μου.
Αναμφίβολα είχα ένα γερό στομάχι που θανάτωνε οτιδήποτε απειλούσε την ύπαρξή μου. Ο εγκέφαλός μου, είχε δεχθεί το ψευδές μήνυμα, πως ο αντίπαλος, ήταν πια ένας ζωντανά φαγωμένος μαχητής.
Ερωτοκυλίθηκα στον πυθμένα ημίνεκρος και κατέληξα στο σκαμπό ενός υδάτινου πιάνου, ακούγοντας μια άηχη μουσική. Ο Ποσειδώνας, είναι αλήθεια, έχει ένα πιάνο στο βυθό, κάνοντας τα καραβάνια των όρθιων θηλαστικών να φύγουν μετά τον κατακλυσμό σε «χαμένους χρόνους και διπλά επίπεδα», όπως ανέφερε και ο Ρεμπό.
Οι δυνατές άηχες νότες, ζωντάνευαν το αβέβαιο και ταξίδευαν δια πυθμένος και ύδατος θαλασσινού, σαν τρελές πυγολαμπίδες, στο απέραντο του επέκεινα, του πέρα και πάνω από την ζωή. Από όλα τα βάθη και τις αβύσσους ξύπνησαν οι χαμένοι χρόνοι, τα ναυάγια της ιστορίας και οι ναυτικοί και οι δύτες οι κατατρεγμένοι από Ερινύες, όλοι αυτοί οι τακτικοί πελάτες της θάλασσας , οι πάντα μεθυσμένοι από αλάτι, ρούμι και περιπέτειες.
Εδώ αρχίζει και η τελευταία πράξη που σου αναφέρω.
Μου πρόσφεραν από το κρασοπότηρο του Ποσειδώνα μια νέα γεύση σαν από σώμα ερωτικών Αμαζόνων. Στα χείλη μου μέστωσε η άπιαστη αλμυρή ομορφιά που το μεθύσι της έδωσε ήχο στις νότες που ξεπηδούσαν από τα χέρια του Μονόφθαλμου, πάνω στο υδάτινο πιάνο.
Άναψα τον φακό μου και με ένα όστρακο χάραξα στη πλάτη του τα τελευταία λόγια.
«Μη κλαις, δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα, η ζωή είναι θα περάσει…»
χάραξα τους στίχους του αγαπημένου Αργύρη Χιόνη...
Αγαπητέ φίλε, πριν δοκιμάσεις και εσύ σαν επιλογή διεξόδου από την ζωή, το υδάτινο πέρασμα, σε προειδοποιώ , ότι αν δεν έχεις λερωθεί από τις εμετικές θύελλες της στεριάς και από τα ξεράσματα της ανθρώπινης κατάντιας, αν δεν γίνεις παιδί της λιτότητας, του μυστικού της ήρεμης ζωής που στα μαλάκια είναι χαραγμένο, αν ταξιδεύεις πάντα δια ξηράς σε περιχαραγμένους δρόμους, δεν θα ακούσεις ποτέ τις υδάτινες νότες που διαχωρίζουν την γνήσια από την μη γνήσια ζωή.
Άλλωστε όσο ιδιαίτερα δύσκολη και αδιέξοδη φαντάζει μια κατάσταση ενυπάρχει πάνω από το κεφάλι σου το βαθυσκάφος «dues ex machine” για να ολοκληρώσει την διέξοδο από την σκηνή.
Σε αυτό το όνειρο, στο ανέγγιχτο του χρόνου, ο κάθε δύτης, βγάζει την γλώσσα στο έκτρωμα της στεριάς που τον γέννησε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου