Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

«Ηθικές αναλγησίες» Ποίηση και Πεζά. Θανάσης Πάνου







Καθώς ο ψαράς 
περνά τη μοναχική αγρύπνια 

μπροστά στη θάλασσα 
ποιός άλλος θα βοηθήσει 
τι άλλο μπορεί να φωνάξει
να υποχωρήσει η παλίρροια
να φανούν τα ποθητά ψάρια
τι άλλο οι δεκάδες εαυτοί 
που έχουν πατηθεί σαν σκουλίκια
δόλωμα-θυσία για μια θέση 
δίπλα στο ελεύθερο κύμα.






ΤΑ ΖΙΖΑΝΙΑ 


Σε μια στενή λωρίδα γης, μετά από μοναχικές διαδρομές, σε ένα μικρό μα εύφορο κομμάτι αποφάσισαν να κατοικήσουν. Η γη, τους πρόσφερε ασφάλεια και όταν με τον ιδρώτα τους την πότιζαν, απλόχερα έδινε καρπούς που δυνάμωναν αυτή την ερωτική συμβίωση.
Όπως κάθε κομμάτι γης όμως, άγονο, έρημο, υγρό ή ακαλλιέργητο, φιλοξενούνε ζιζάνια από το παρελθόν, καλά κρυμμένα στα σπλάχνα κάθε σχέσης. Ένα τέτοιο ζιζάνιο σε μια έκρηξη οργής άρχισε να μπαίνει στη ζωή τους, να καταπιάνεται με την καθημερινότητά τους και να απλώνεται σιγά- σιγά σε όλες τις πτυχές αυτής της σχέσης. Και δεν έφτανε αυτό. Σε αυτή τη στενή λωρίδα γης που όλο και πιο πολύ ρίζωνε η κατοικία, άρχισαν να καταφτάνουν και να την πολιορκούν και άλλα ζιζάνια από τον περίγυρο, που προσπαθούσαν και αυτά, σιγά-σιγά να εισχωρήσουν σε ότι με μόχθο είχαν κατακτήσει.
Άρχισαν να διαφωνούν για αυτή την επιλογή τους και αποφάσισαν να αντιδράσουν. Το βράδυ πήραν τη μεγάλη απόφαση, περπάτησαν γύρω-γύρω από τη γη τους, έμπηξαν πασσάλους στα σωθικά της και με αγκαθωτούς φράκτες κύκλωσαν την οικία τους. 
Φράκτες τόσο ψηλούς, που δεν έβλεπαν πλέον έξω από αυτή την σχέση. Και δεν έφτανε αυτό. Μόνωσαν με επιμέλεια την οικία, ακόμη και την χαραμάδα της πόρτας τους και μόνο από ένα μικρό παράθυρο του παρελθόντος έμπαινε λίγο φως.
Αχτίδες φωτός που υπάρχουν πάντα, ακόμη και στο πιο βαθύ σκοτάδι, που περιμένουν να αναγεννηθούν, να μεγαλώσουν και να φωτίσουν με υπομονή την κάθε παγερή συμβίωση.
Αχτίδες έρωτα, που σε νύχτα έχει κουρνιάσει, κλεισμένο πάθος σε σφραγισμένη οικία που έχτισαν οι δύο ως δύο μισά, εν σάρκα μια, που ενώθηκαν χαρούμενοι με όρους αναπηρικούς και την καθημερινότητα της εύφορης γης δεν καλλιέργησαν και την κατέκλυσαν ζιζάνια.







"Μασουλώντας φίλους

Το σέρνω μέσα μου γιατρέ, 
αργά αργά χωνεύω και, 
με ορθάνοιχτες μασέλες, 
η ευτυχία του στομάχου μου, 
φαρμακωμένα από το χνώτο του λαγού, 
καρότα, ξεριζώνει. 
Κάποτε, καταβρόχθισα και αυτόν, 
Κανείς, γιατρέ, ποτέ, 
τη μοναξιά μου μετά δεν είδε, 
ή όσοι την είδαν 
είχαν φάει και αυτοί 
τον φίλο με τα μεγάλα αυτιά 
που μόνο αυτός τους άκουγε,
τον φίλο τον οικόσιτο.








Γεννήθηκε ένα βυζί μόνο γυναίκα. 
στην πορεία έγινε σαν καταιγίδα
γεμάτη γάλα ταΐζοντας χίλια παιδιά.

Και το άλλο το στήθος, το ανέγγικτο,
ξεπρόβαλε που και που κρυφά 
και φόρτωνε ηδονή
ήταν στήθος-άλλο γεύμα, μυστικό
και όσο παιδιά βυζαίνανε το άλλο
τόσο αυτό περίμενε να μεγαλώσουν 
μπουκιά να βάλλουν περίμενε
ό,τι πρέπει ερωτικά να αγγίξουν.







Πόσες αγάπες 
τραγανίστηκαν μέσα στο Εγώ…
Πόση ηδονή χώρεσε σε ένα ταψί κρεβάτι





Σήμερα ένας πατέρας χαστούκισε τον γιο του που έπαιζε με θόρυβο,
που έπαιζε και γέλαγε με τον αόρατο φίλο, 
μα το παιδί δεν έκλαψε,
 έκλεισε μόνο το μάτι πονηρά στον φίλο, 
πως αυτός αόρατος δεν κινδυνεύει 
και ο πατέρας ξαναχτύπησε 
και δεν υπήρχε κανένας φίλος το χέρι να του σπάσει,
 ένας σωρός μόνο βουλιθιές με χέρια που χτυπάνε.







Κάτι φοβάται ανήσυχο απόψε το ζώο,
τα δένδρα έχουν φυλλώματα αδύναμα σήμερα,
Ξέρει το ζώο,
η γαμψώνυχη πατούσα του, στάζει αίμα και σπέρμα,
ξεδιψούν τα φυλλώματα από τον ουρανίσκο του,
θροΐζουν χυμούς και γέννα, 
ξέρει και ανοίγει το στόμα το ζώο σήμερα,
να ψάξεις τον βρυχυθμό στον λαιμό του καλεί
χυμούς ανάμεσα στα λευκά δόντια,
πεταλούδες-ιαγουάροι, 
λέξεις και νοήματα που αναβλύζουν.
Ξέρει από όπου εφορμάς εσύ ζώο.







" είναι σαν άγουρο μήλο κι είναι από ελπίδα
κι έχει νέο καρπό και μνήμη κρυφής μοναξιάς
αυτό το νέο συναπάντημα..."





Σεμέλη
...
Κι όταν Σεμέλη, σε φιλώ, 
από το θεϊκό βουνό το διαλαλώ
τσιγάρο και κόκκινο κρασί στα χείλη σου,
και Τυρρηνοί πειρατές με αιχμαλωτίζουν.
Στα αμπέλια σου Σεμέλη χάνομαι 
Πενθέας στεφανωμένος με στηθόδεσμο
μες τους καπνούς σου με κισσόφυλλα,
και από το κρασί στο σώμα σου 
τις ρόγες αγγίζω σε μεθυστικό ταγκό
σε πίνω ακόρεστος θεός
και δεύτερη φορά γεννώμαι.







"Δεμένο κλάμα τα παιδιά
δεν έχει σημασία που είναι πύραυλοι
λυμένα άλλωστε 
πως να συγκρουστείς μαζί τους;"








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου