ΑΝΑΛΕΚΤΑ
Γεωργίου
Σουρή
Εβέλαζαν κι΄ερίφια
περίλυπα κι ισχνά
κι οι σύμβουλοι
συνήρχοντο συχνά,
κι εγίνοντο συμβούλια,
κι έξω βορράς
εμαίνετο,
κι ο φασουλής
ανθρακιάν
ανάψας εθερμαίνετο.
Ιδιαιτέρως και μαζί καθείς εβυσσοδόμει
δικά του νομο0σχέδια
προς το κοινόν συμφέρον,
πολλοί
μετερρυθμίσθησαν παλαιωθέντες νόμοι,
νέοι συμπληρώθησαν δι άλλων νεωτέρων,
και τους συμβούλους έπιανε
καταρροή και γρίππη
και δος του γράφε
ξέγραφε
δουλειά να μη μας
λείπει
Φορολογήθηκαν γερά γλεντζέδες παιχνιδιάρηδες
κι όσοι βαρούν τον ταμπουρά
λεπροί και κασιδιάριδες.
Κι ΄η ρεμούλα τριγυρνούσε
σε καλύβια και σαλόνια,
πότε φράγκικα
φορούσε,
πότε ράσσα και γαλόνια.
Και λογής λογής ασκαίρι,
πρόστυχο και ντελικάτο,
της φιλούσε κάθε χέρι
κι έσκυβαν πρηνείς ως
κάτω.
Χειροφίλημα μεγάλο,
μπάμ και μπούμ και
τραταράτα,
πανελλήνιος παράτα
κι ΄έστεκε καθείς
σαρκάζων
σαλιαρίσματα βλακών,
κι ένας γαλονάς λευκάζων
ίππον ίππευε λευκόν.
Γεμάτη η πλάσις των Ρωμηών νερό και μεγαλείο,
κατσικοκλέφταις χόρευαν απάνω σε ταψιά
κι η Ρωμηωσύνη διάβαζε
χρυσόδετο βιβλίο
και σαν τον Χάμλετ
έλεγε:
«κλεψιά, κλεψιά,
κλεψιά»
Το χέρι που δεν έκλεψε
πικρά θα μετανοιώσει,
θα ξεραθεί, θα κουλαθεί,
στο χώμα δεν θα
λυώσει.