…
Πόσο εξαντλητική,
περίεργα εξαντλητική μπορεί να είναι η ζέστη και η παθητικότητα. (Σκέφτηκε
στρίβοντας ένα ακόμη τσιγάρο).
Μετά μπήκε νωχελικά στο
αμάξι και οδήγησε προς τον λόφο έξω από την πόλη.
Παθητική οδήγηση, χωρίς
καμία ένταση χωρίς κανένα απρόοπτο. Όταν έφτασε, ιδρωμένος από την υπερβολική
ζέστη, έστριψε ένα τσιγάρο και κοίταξε από την κορυφή του λόφου την πόλη του.
Ένα σπίτι ταράτσες χωρίς διακοπή. Θερμοί όγκοι-ψωμιά που σιγοψήνονται στον
ήλιο.
Τίποτα, καμία ενέργεια,
κανένας κραδασμός, καμία ομορφιά.
Ξαναμπήκε στο αμάξι και
όπως συμβαίνει με ένα υπερβολικά βαριεστημένο παιδί έβαλε τα κλάματα. Έφτασε
στο σπίτι του και τότε τα μάτια του άστραψαν. Είδε μπροστά του μέσα στη μοναξιά
του να ορθώνεται η πιο ευτυχισμένη του στιγμή. Ανέβηκε στο πατάρι μάζεψε όλα τα
παλιά σκονισμένα παιχνίδια που ήταν χρόνια ξεχασμένα μέσα σε κούτες πεταμένες
εδώ και εκεί, κατέβασε και το χριστουγεννιάτικο δένδρο και αφού ρύθμισε και την
θέρμανση στον παγετό, άρχισε να το στολίζει.
Ένα μικρό δένδρο από το
πατάρι που έγινε αίφνης τόσο ψηλό που έφτασε στον παράδεισο και εκεί επάνω στα
κλωνάρια του είδε κουρνιασμένες όλες τις γλυκιές ματιές και όλα τα χαμόγελα των
γονιών του, τα πιο ανεκτίμητα στολίδια. Και όπως ένα υπερβολικά συγκινημένο
παιδί, έκλαψε από χαρά με τις μνήμες των παιδικών Χριστουγέννων να χορεύουνε
καταμεσής στη μοναξιά του Ιούνη.
\