Η πληθώρα των ποιητικών
συλλογών που δημοσιεύονται κάθε χρόνο στη χώρα μας είναι γεγονός πασίγνωστο και
πολυσυζητημένο. Γνωστό είναι επίσης ότι η ποιότητα των περισσοτέρων από αυτές
κυμαίνεται από τη μετριότητα ως την παναθλιότητα, όπως έχει επισημανθεί από
πολλούς. Πολλά βέβαια είναι τα αίτια αυτού του ποιητικού πληθωρισμού «χωρίς
αντίκρυσμα», δύο όμως είναι κατά τη γνώμη μου τα κυριότερα: η ματαιοδοξία και η
άγνοια. Και για μεν τη ματαιοδοξία, που όπως φαίνεται είναι έμφυτη στην
ανθρώπινη φύση, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, τουλάχιστον εγώ προσωπικά και
σε αυτό το κείμενο. Για την άγνοια όμως βασικών και αυτονόητων κανόνων της
ποιητικής, θα προσπαθήσω να κάνω κάτι, αναπτύσσοντας μερικούς από αυτούς σε
ό,τι ακολουθεί, για να δείξω το τι είναι ποίηση – και το τι δεν είναι. Διότι η
τέχνη, ως ιδιαίτερη μορφή της ιδεολογίας, έχει τους δικούς της νόμους, αλλά και
κάθε είδος τέχνης διέπεται από τους δικούς του ιδιαίτερους κανόνες, η παράβαση
και η παραβίαση των οποίων δε μένει ατιμώρητη.
Ειδικά για την ποίηση, η
«ευκολία» που δήθεν παρέχει στον ανίδεο ο ελεύθερος στίχος (ο οποίος δεν είναι
καθόλου ελεύθερος όπως θα δούμε παρακάτω), ενισχύει τη ματαιοδοξία πολλών να
δουν το ονοματάκι τους τυπωμένο και τους σπρώχνει να γράφουν και να δημοσιεύουν
τα γνωστά εξαμβλώματα που όλοι μας υφιστάμεθα. Και σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα
να υπογραμμίσω την ευθύνη που έχουν πολλοί γνωστοί ποιητές και κριτικοί, οι
οποίοι για διάφορους λόγους, προσωπικούς συνήθως, αντί να κόψουν τα φτερά από
την αρχής τους επίδοξους ποιητίσκους, ενισχύουν τη ματαιοδοξία τους
ενθαρρύνοντάς τους να τυπώσουν βιβλία ή επαινώντας ψεύτικα αυτά τα βιβλία,
κάνοντας έτσι κακό στην ποίηση, στο κοινωνικό σύνολο και – κυρίως – σ’ αυτούς
τους ίδιους τους «ποιητές», που ταλαιπωρούνται και ταλαιπωρούν όλους μας με
αυτό τον τίτλο!
Όπως είπα παραπάνω, κάθε
είδος τέχνης έχει τους δικούς του νόμους και κανόνες, μέσα από τους οποίους
πραγματώνεται για κάθε δοσμένη χρονική περίοδο (η κάθε εποχή βάζει βέβαια τη
σφραγίδα της στην τέχνη και δημιουργεί μερικότερους κανόνες). Ο κινηματογράφος
π.χ. βασίζεται κυρίως στην κίνηση, στη γρήγορη εναλλαγή και στον πλούτο των
εικόνων, ενώ το θέατρο, παρόλο το συγγενικό χαρακτήρα του με τον κινηματογράφο,
βασίζεται κυρίως στο λόγο και λιγότερο στη δράση. Αυτή είναι η αιτία που πλήττουμε
θανάσιμα όταν βλέπουμε στατικά κινηματογραφικά έργα, όπως λ.χ. κινηματογραφικές
διασκευές θεατρικών έργων που η πλοκή τους εξελίσσεται μέσα στους τέσσερις
τοίχους ενός δωματίου, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο όταν βλέπουμε τα ίδια έργα στο
θέατρο, ακριβώς διότι τότε τηρήθηκαν οι «κανόνες του παιχνιδιού». Η υπέρβαση
των όρων και των ορίων κάθε μορφής τέχνης πληρώνεται ακριβά, εκτός βέβαια από
ελάχιστες εξαιρέσεις, που όπως πάντα απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Παρόμοια η ποίηση
βασίζεται κυρίως στο ρυθμό και στην ιδιαίτερη καλλιέργεια του λόγου. Κάθε
ποίημα, για να είναι άξιο του ονόματός του, πρέπει να έχει έναν εσωτερικό
ρυθμό, που βέβαια δεν ταυτίζεται τώρα με την ομοιοκαταληξία (όπως δεν
ταυτιζότανε ποτέ άλλωστε, αφού η ομοιοκαταληξία, γνώρισμα της ποίησης για μία,
μεγάλη έστω, χρονική περίοδο, ποτέ δε δημιουργούσε μόνη της τον αναγκαίο
ποιητικό ρυθμό, αλλά απλώς τον υποβοηθούσε) και που είναι πολύ δυσκολότερος να
επιτευχθεί τώρα με τον ελεύθερο στίχο, ακριβώς επειδή δεν έχει την εξωτερική
βοήθεια της ομοιοκαταληξίας. Αυτός ο εσωτερικός ρυθμός είναι πολύ δύσκολο να
οριστεί ακριβώς πώς είναι και ιδίως πώς επιτυγχάνεται, σε γενικές όμως γραμμές
μπορούμε να πούμε ότι δημιουργείται με την επιτυχημένη εναλλαγή τονισμένων και
άτονων συλλαβών, με την κατάλληλη τοποθέτηση λέξεων που τονίζονται στην ίδια
συλλαβή ή έχουν τον ίδιο αριθμό συλλαβών και έτσι δημιουργούν μια
«μουσικότητα», με την εσωτερική ομοιοκαταληξία μέσα στον ίδιο στίχο και βέβαια,
ακόμα και σήμερα, με την εξωτερική ομοιοκαταληξία, όταν και όπου χρειάζεται
(σήμερα π.χ. η εξωτερική ομοιοκαταληξία προσφέρει πολλά στα ειρωνικά και στα
σατυρικά ποιήματα). Όλα αυτά βέβαια αποτελούν και την καλλιέργεια του λόγου που
πρέπει να έχει ένα καλό ποίημα, θα πρόσθετα όμως επίσης τις συνηχήσεις, τις
παρηχήσεις, τη χρησιμοποίηση λέξεων που περιέχουν ένα ή περισσότερα ίδια
σύμφωνα ή φωνήεντα, δηλαδή τη χρησιμοποίηση συγγενικών και δεμένων μεταξύ τους
λέξεων, την αλλαγή της συνηθισμένης τοποθέτησης των μερών του λόγου στο στίχο,
όταν και όπου χρειάζεται (π.χ. πρώτα το ρήμα και ύστερα οι υπόλοιπες λέξεις ή
πρώτα το ουσιαστικό και ύστερα το επίθετο κλπ.). Αυτά είναι μερικά από τα
χαρακτηριστικά της πραγματικής ποίησης και με κανένα τρόπο δεν μπορούν να
θεωρηθούν φορμισμός ή, πολύ περισσότερο, φορμαλισμός.
Διότι, αν και για τα άλλα
είδη του λόγου είναι επιθυμητή η ύπαρξη πολλών απ’ όσα προανέφερα, για την
ποίηση είναι conditio sine qua non, αυτή εξάλλου είναι και η αιτία που η ποίηση
είναι πιο δύσκολη στη μετάφραση και χάνει περισσότερο το μεταφρασμένο ποίημα,
απ’ ότι το μεταφρασμένο μυθιστόρημα ή το μεταφρασμένο θεατρικό έργο. Όλα τα
κατασκευάσματα με τις λέξεις που γρονθοκοπούνται αναμεταξύ τους, με την
αυθαίρετη διαίρεσή τους σε στίχους που καμιά ανάγκη δεν εξυπηρετούν, με την
ανυπαρξία ρυθμού και προσεχτικά επιλεγμένων λέξεων, με την πεζότητα και την
αρρυθμία, είναι ποιήματα χωρίς ποίηση, για να θυμηθούμε λίγο τον πάντα επίκαιρο
Ροΐδη.
Ένα εύκολο και πολύ απλό
πείραμα που μπορεί να κάνει ο καθένας, δείχνει σε πολύ μεγάλο βαθμό τι είναι
ποίηση και τι δεν είναι: Διαβάστε μεγαλόφωνα ένα ποίημα συνέχεια, χωρίς να
σταματάτε στους στίχους, δηλαδή διαβάστε το σαν να ήταν πεζό, μη δίνοντας
σημασία στη διαίρεσή του σε στίχους. Αν μπορέσετε να το διαβάσετε γρήγορα, αν
δε σκοντάφτετε διαρκώς στο ρυθμό του και στη μουσικότητά του, τότε αυτό που
διαβάσατε δεν είναι ποίημα, κι ας έχει γραφτεί σε στίχους. Αντίθετα, μπορεί ένα
ποίημα να είναι γραμμένο σε πεζή μορφή κι όμως να πάλλεται κυριολεκτικά από
ποιητικότητα και μουσικότητα, όπως π.χ. εκείνες οι καταπληκτικές «Λέξεις» του
Ανδρέα Εμπειρίκου. Αυτή είναι μάλιστα η γοητεία – και η δυσκολία φυσικά – του
ποιήματος που είναι γραμμένο σε πεζό: Χωρίς να έχει κρατήσει κανένα απολύτως
από τα εξωτερικά στοιχεία του ποιήματος, παραμένει ποίημα, γιατί η ποίηση
αναβλύζει από μέσα του και δε χρειάζεται τα γνωστά δεκανίκια για να στηριχτεί.
Εκτός από την πεζολογία,
ένας άλλος θανάσιμος εχθρός της ποίησης είναι η εγκεφαλικότητα. Η
εγκεφαλικότητα είναι βέβαια εχθρός κάθε μορφής τέχνης, διότι η τέχνη λειτουργεί
με εικόνες δοσμένες συναισθηματικά και όχι με ψυχρές νοητικές κατασκευές. Αν
όμως μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι σε ορισμένες μορφές τέχνης έχουμε
επιτυχημένα παραδείγματα εγκεφαλικών έργων (π.χ. μουσική με ηλεκτρονικούς
υπολογιστές), στην ποίηση κάτι τέτοιο είναι contradictio in terminis! Είναι
χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μιλάμε π.χ. για ποιητικό κινηματογράφο ή για
ποιητική (λυρική) πρόζα, για να υποδηλώσουμε τα έργα εκείνα άλλων μορφών τέχνης
που έχουν μέσα τους ένα περίσσευμα συναισθηματισμού και ευαισθησίας. Η
εγκεφαλικότητα στην ποίηση έχει ως μόνο αποτέλεσμα την κατασκευή νεκρογενών
κομματιών που δεν τα διαπερνά η παραμικρή ποιητική πνοή.
Η πεζολογία και η
εγκεφαλικότητα δεν είναι, δυστυχώς, οι μόνοι εχθροί της ποίησης. Η κακώς
εννοούμενη στράτευση συμπληρώνει το κακό. Βέβαια δεν υπάρχει τέχνη μη
στρατευμένη: Κάθε έργο τέχνης είναι στρατευμένο σε κάποια ιδέα, πολιτική,
κοινωνική, θρησκευτική, εθνική, φιλοσοφική. Η τέχνη για την τέχνη δεν υπήρξε,
δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει ποτέ. Όμως η στράτευση στην ποίηση, ακριβώς λόγω
της ιδιαιτερότητας και της ιδιορρυθμίας της, παρουσιάζει πολλά προβλήματα και
αρκετές δυσκολίες, που η ανάλυσή τους θα απαιτούσε ένα ολόκληρο δοκίμιο. Εκείνο
που μπορούμε να πούμε άφοβα είναι το εξής: Ένα ποίημα, όπως κάθε έργο τέχνης
γενικότερα, για να πείθει ιδεολογικά, πρέπει πρώτα και κύρια να πείθει αισθητικά.
Η μορφή και το περιεχόμενο συνδέονται αδιάσπαστα και αδιάκοπα. Δεν μπορεί να
υπάρχει ποίημα κακό μορφικά, αλλά καλό ιδεολογικά: Κάτι τέτοιο απλούστατα όχι
μόνο δεν είναι έργο τέχνης, αλλά δε λειτουργεί αποτελεσματικά ούτε σαν
προπαγανδιστική μπροσούρα, διότι η αποτυχία του είναι εγγενής, αφού η κακή
μορφή του εμποδίζει και αποθαρρύνει οποιονδήποτε από το να συγκινηθεί από το
καλό περιεχόμενό του. Κάθε υπερτίμηση του περιεχομένου και υποτίμηση της
μορφής, οδηγεί σε έργα ψεύτικα και ανάπηρα, όχι μόνο από την καλλιτεχνική τους
πλευρά, αλλά, το τονίζω ακόμα μια φορά, και από καθαρά ιδεολογική πλευρά.
Ο αγώνας και η αγωνία για
τη μορφή και την πρωτοτυπία είναι λοιπόν όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και καθήκον
κάθε πραγματικού ποιητή. Αλίμονο αν κάθε γενιά δεν πρόσθετε κάτι το διαφορετικό
στην ποίηση της προηγούμενης γενιάς. Αλίμονο αν δεν υπήρχε η πολυμορφία και η
πολυχρωμία στην ποιητική έκφραση. Τότε η υπόθεση της ποίησης θα καταντούσε
γρήγορα βαρετή και ξεπερασμένη. Και κάνουν πολύ μεγάλο λάθος όσοι συμβουλεύουν
νέους ποιητές να γράψουν κάτι για το λαό, λες και ο λαός είναι κάποιος ζητιάνος
για να φορέσει τα ποιητικά αποφόρια και να φάει τα ποιητικά αποφάγια που τόσο
γενναιόδωρα του προσφέρουν! Το λάθος τους είναι διπλό: ιδεολογικό και
αισθητικό, για τους λόγους τους οποίους εξήγησα αμέσως πιο πάνω.
Ένας ποιητής και γενικά
ένας καλλιτέχνης, πρέπει βασικά να είναι ειλικρινής και τίμιος με τον εαυτό
του. Τότε μόνο υπάρχει περίπτωση να συγκινήσει, άρα να πείσει, τον περίγυρό
του, όταν ο ίδιος έχει προηγούμενα συγκινηθεί από αυτά για τα οποία γράφει. Αν
κάποιος δε συγκινείται από τις φρικαλεότητες του ιμπεριαλισμού, είναι χαμένος
κόπος να τον παροτρύνουμε να γράψει γι’ αυτές: Το αποτέλεσμα θα είναι ένα
χλιαρό νεροζούμι, αδιάφορο ή και κακό, τόσο αισθητικά, όσο και ιδεολογικά. Και
δυστυχώς βλέπουμε στις μέρες μας να πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα αυτά τα
άχρωμα, άνοστα και άοσμα κατασκευάσματα, μαζί βέβαια με τα ερωτήματα που
αναγκαστικά γεννούν: Καλά, αυτά τα «ποιήματα» είναι υποτίθεται για το λαό,
ποιος λαός όμως τα διαβάζει; Οι πενήντα-εκατό άνθρωποι στους οποίους χαρίζει ο
ίδιος ο ποιητής το βιβλίο του; Διότι εκτός από όλους τους άλλους λόγους που
ανέφερα παραπάνω, η ανικανότητα αυτής της «ποιητικής προπαγάνδας» οφείλεται και
σε έναν ακόμα πολύ απλό λόγο: Δεν υπάρχει στη χώρα μας αυτό το λαϊκό
αναγνωστικό κοινό, για το οποίο υποτίθεται πως γράφτηκαν αυτά τα έργα! Ούτε
μπορεί κανείς σοβαρός άνθρωπος να ισχυριστεί πως με τέτοια απλοϊκά και
λαϊκιστικά κατασκευάσματα, θα προσεγγίσει ο λαός την ποίηση. Για να γίνει αυτό
χρειάζεται να δώσουμε στο λαό μεγάλη ποίηση, αληθινή τέχνη, αλλά και να πάρουμε
από αυτόν τη μεγάλη αγέραστη ποίηση που αυτός δημιούργησε, τα αθάνατα δημοτικά
μας τραγούδια, που και λαϊκά είναι και στρατευμένα και, το κυριότερο, άρτια από
κάθε άποψη!
Ανάπτυξα σε γενικές
γραμμές και όσο πιο σύντομα μπορούσα τι είναι ποίηση και με τις δυο σημασίες
της λέξης, δηλαδή τέχνη, δημιουργία, κατασκευή αυθεντική και γνήσια. Όλα τα
άλλα είναι παραποίηση και παρα-ποίηση, δηλαδή νόθευση, πλαστογραφία, απομίμηση
κίβδηλη και φτιαχτή, ξεστράτισμα από τον πραγματικό δρόμο της αληθινής ποίησης.
Γεώργιος Δ. Καραντώνης
Δεκέμβρης 1984
Από το βιβλίο του Γ.
Καραντώνη
"Η κατάσταση των πραγμάτων", εκδ. Αλεξίσφαιρο, 1994. Τ
ο
άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Αλεξίσφαιρο", τεύχος 18,
Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1989.
ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΑΝΑΡΤΉΘΗΚΕ ΑΠΌ ΛΕΩΝΊΔΑΣ
ΟΡΦΑΝΟΥΔΆΚΗΣ
Ένας λόγος για την ποίηση
από τον οποίο μπορεί πολλοί φίλοι να
ωφεληθούν όπως εγώ !
Δεν άλλαξα την άποψη μου
ότι η ποίηση είναι μια εκτόνωση της ψυχής που έρχεται σε πολλούς ανθρώπους σαν
τον έρωτα και σε ακόμα περισσότερους με τον έρωτα . Θεωρώ , ότι παρά την
απολυτότητα που το χαρακτηρίζει , και η οποία δεν με εκφράζει, το παρακάτω
άρθρο του κ Γιώργου Καραντώνη είναι
ένας καλός μπούσουλας για όλους όσοι εκ
του μηδενός, επιχειρούν να γράψουν ποίηση , και όπως νομίζω ωφέλιμο για ποιητές και μη !!!
Και εμείς το αναρτήσαμε
από το stigmalogou.blogspot.gr
Λεωνίδας Ορφανουδάκης…είπε:
Η ποίηση είναι μια
θάλασσα με ελεύθερη είσοδο στην όποια δικαιούται να δοκιμάσει να δροσιστεί ,
οποιοσδήποτε έχει ζέση ή και απλώς καψούρα . Αν θα πνιγεί στα ρηχά ή αν θα
ανοιχτεί με τέχνη στα βαθειά νομίζω πως αφορά κατά κύριο λόγο τον ίδιο . Το
άρθρο παρά ταύτα καλό είναι να το διαβάσει όποιος γράφει ποιήματα .
Θανάσης Πάνου…είπε:
Για εμένα όλοι οι ποιητές,
ακόμα και οι εγκλωβισμένοι Δον Κιχώτες, σηματοδοτούν το πάθος μέσα στην
γενικευμένη πλαδαρότητα της προωθούμενης ομοιομορφίας, είναι οι αναγωγείς, με
τα ελάχιστα ως τα μεγάλα ταλέντα ενός μυστηριώδους πλέγματος ενστίκτου,
συγκίνησης,πάθους και αγάπης.
Φυσικά και η απόπειρα
γραφής απαιτεί γνώσεις και τεχνικές , όμως αυτές οι γνώσεις δεν θα πρέπει να
θεωρηθούν απόλυτα επιστημονικές ή αυστηρά φιλολογικές.
Ο Λεονάρντο , εκείνος που
έθεσε στην «Πραγματεία» του για την τέχνη τόσους κανόνες , έλεγε: «Αν στη
δουλειά σου αφεθείς να οδηγηθείς από τους κανόνες , δεν θα δημιουργήσεις τίποτα
το αξιόλογο».
Η μεγάλη λόγια τέχνη,
είναι ένα σύνολο αντιφάσεων και όπως η χελώνα βγάζει τα μέλη της μέσα από το
καβούκι της , έτσι και εμείς ας είμαστε ανοιχτοί στην κάθε απελευθέρωση της
πνευματικής φόρμας από αυτούς που αποτολμούν την έξοδο, με λυρική, εγκεφαλική
θεματική ή όχι, στο κόσμο των «γραπτών συγκινήσεων».