Στο
τέλος της ετήσιας
σπονδής, η αποχώρηση
του
έτους
ήταν άκρως ενδιαφέρουσα.
Ο
2017,
ήταν ακόμη
ένας
αγαθός και αληθινά όμορφος χρόνος
και αν και μειράκιον, νέος κάτω των
δύο
ετών
δηλαδή, φορούσε τρίβωνα, το αρχαίο αυτό
τραχύ Σπαρτιάτικο ιμάτιο, σε αντίθεση
με τους προηγούμενους
τρυφηλούς
καλλωπισμένους χρόνους,
που κορδωμένοι έριχναν
προς όλες τις κατευθύνσεις λοξές
υπερτιμημένες
προσδοκίες.
Σέρβιρα
κρασί με αλάτι και όταν τον ρώτησα, πως
και από δω, απάντησε ότι λάτρευε την
Αθήνα και καυχήθηκε πως ποτέ δεν έφυγε
από την αγορά της.
Έκπληκτος τον
ρώτησα πως είναι δυνατόν να μην έφυγε
ποτέ, ενώ τόσοι
χρόνοι άλλαξαν και πως και η Αθήνα έχει
αλλάξει τόσο και καμία σχέση δεν έχει
με την αρχαιοελληνική μεγαλοπρεπή
αγορά, με αγάλματα, βωμούς, περιστύλια,
πλατάνια, ναούς και τεράστιους κίονες.
Πως είναι δυνατόν να υπάρχει ως
ελπίδα και να
επέζησε ως διαδοχή
πολιτισμένων
χρόνων.
Το
μόνο που οι
οπισθοδρομήσεις κατάφεραν
, απάντησε, ήταν από απολλώνιο φως να με
παραποιήσουν σε μέγα ψεύτη,
κακάσχημο κλέφτη των προσδοκιών,
σκότος ισκιοβόρο και έτσι από συνήθειο
και εμμονή
οι
άνθρωποι να μεταφέρουν
μόνο
τυπικές ευχές.
Κατά
τα άλλα αν και τόσο νέος,
ήταν γνώστης της κοινωνικοπολιτικής
σημερινής κατάστασης και των γεωπολιτικών
παιγνιδιών. Αυτή η συζήτηση όμως θα
μείνει μυστική, όπως υποσχέθηκα. Το μόνο
που μπορώ να πω είναι ότι θα έχουμε νέους
βομβαρδισμούς κι ας αναλογιστούμε την
άποψη του Σωκράτη, ότι πρέπει να κοιτάξουμε
πρωτίστως τα εδώ, δηλαδή να βελτιώσουμε
εμάς για να δημιουργήσουμε μια κοινωνία
που κοινωνεί οίνου σοφίας και όχι
βόμβες.
-Πέρασε
η τελευταία
μου
ώρα-μου είπε- ξεμπέρδεψα με
εσάς και
εσένα, φεύγω Αθανάσιε. Σε χαιρετώ με
αυτό που υιοθέτησε και ο διαπρεπής
Κύπριος φιλόσοφος ο Δημώναξ. Το «ελεύθερον
όστις ούτε ελπίζει τι, ούτε φοβείται
τι»
-«ελεύθερον όστις ούτε ελπίζει
τι, ούτε φοβείται τι» Ααα!! Καζαντζάκης
είπα.
-Όχι!! Και πάλι όχι! Απόφθεγμα
που ο Ν. Καζαντζάκης έβαλε να χαράξουν
στον τάφο του ως δήθεν δικό του, ενώ σε
κάποιον πρόγονό μου,
ο κύπριος φιλόσοφος Δημώναξ, αναφώνησε.
Λοιπόν, για
την
είσοδο του
νέου
έτους,
εξέρχομαι
τώρα και να προσέχεις τις ξεδιάντροπες
προσδοκίες.
-Ναι,
της
Λαΐδας γίνεται.
-Έφτασε
λοιπόν η ώρα για να απέλθωμεν, εγώ μεν
για να αποθάνω, εσείς δε για να ζήσετε.
Ποιος όμως από τους δυο πηγαίνει σε
καλλίτερο μέρος μόνον ο Θεός γνωρίζει.
-Ααα,
Σωκράτης! είπα.
-Ναι, αυτό δεν
μπόρεσαν να το αλλοιώσουν, γιαυτό
εκεί τα μάτια σας.