Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΤΑΚΗ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ

  ΑΠΟ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ 
( ΙΜΕΡΟΣ ...ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ- ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΝΟΥ) 

Αν η δημοκρατία δεν λειτουργούσε καλά, υπόλογη  γι αυτό, σε τελευταία ανάλυση ήταν η παιδεία. Ίσως να ήταν αυτή και μόνο αυτή που θα μπορούσε να εκπαιδεύσει τους πολίτες να κυριαρχούν στα κομματικά πάθη τους, για να υπηρετούν καλλίτερα την πατρίδα τους.
 Ξεκίνησα από την Αρχαία Ελλάδα και για ένα άλλο λόγο.
Γιατί ο σημερινός καλεσμένος μας είναι ο καθηγητής και ποιητής Τάκης Μιχόπουλος που όπως έχει παρατηρηθεί έχει ένα λόγο που μοιάζει να έρχεται απ΄ ευθείας από την αρχαία Ελλάδα με ένα τρόπο χρισμικό , αμόλυντος από τα πλέγματα του δυτικού πολιτισμού.

«αγαπούμε το ωραίο και μένουμε απλοί,
αγαπούμε την θεωρία
και δεν θα καταντήσουμε νωθροί.»
Λοιπόν Δάσκαλε να σε καλωσορίσω  στην εκπομπή. Η γενική εικόνα της παιδείας σήμερα πώς παρουσιάζεται;
Τ. ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΣ  Ευτυχώς θανάση που βγήκα από αυτή την ιστορία…ε! την βλέπω σε πολύ μεγάλη κατάπτωση.
Ποτέ δεν ήταν καλή η παιδεία των Ελλήνων, τώρα είναι πολύ χειρότερη βαδίζοντας προς το χειρότερο. Χείριστη.

Θ. Π  Ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για τους νέους. Τι θεωρείς ότι λείπει σήμερα;

Τ.Μ  Αυτά που λείπουνε –κατά την γνώμη μου  λείπουνε- δεν έχουν άμεση σχέση με τα βιβλία, τον τρόπο διαβάσματος και με τα τεστ και τις εξετάσεις.
Θεωρώ ότι τα δύο μεγάλα που λείπουνε είναι η σκληραγωγία, ο εθισμός σε αντίξοες, σε δύσκολες συνθήκες, με άλλα λόγια η πλαδαροποίηση των νέων –είναι πρόβλημα- είναι τελείων πλαδαροί, χλιαροί, χωρίς νεύρο καθόλου και ασκληραγώγητοι…ε, δεν έχουν πάει να τρυγήσουνε, δεν ξέρουνε τι θα πει δυσκολία σωματική, ψυχική και την αποφεύγουνε-αυτό είναι ένα μεγάλο μειονέκτημα – και ένα άλλο, ότι δεν διδάσκονται πουθενά την ενόχληση από την αδικία την αγάπη την ανθρωπιά την φιλία την σταθερή, ε, αυτές είναι οι δύο μεγάλες ελλείψεις.
 Η νέα γενιά, ανάμεσα στα 18 και στα 25 ονομάζεται «γενιά Χ» με Χ το άγνωστο. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι σκεφτονται, ποια είναι τα συναισθήματά τους, ποιες οι αντιδράσεις τους. Το όνομα οφείλεται στον τίτλο του βιβλίου του Καναδού Ντάγκλας Κάμπελ Κόπλαντ  « GENERATION X »
Θ.Π Οι γονείς, δίνουν αυτό που πρέπει στα παιδιά;
 Και αν όχι ποιες είναι οι ευθύνες τους;
Τ.Μ Ποιοι γονείς ;  Υπάρχουνε γονείς με οργανωμένο μυαλό;  Είναι τελείως ανοργάνωτα μυαλά. Τι γνώμη έχουν για παράδειγμα, ότι ο νέος δεν πρέπει να μαθαίνει τον ανταγωνισμό; Ότι πρέπει να έχει άλλα ιδανικά άλλες αξίες που να τον κρατήσουνε σε δύσκολες ώρες και να κάνουνε και χρήσιμο κιόλας αυτά που δεν τα γνωρίζουν οι ίδιοι! Είναι και άνθρωποι που δεν υιοθετούν την δυσκολία.
 Ακόμη και ποδόσφαιρο να παίξει το παιδί και να έρθει με λίγο χτυπημένο το γόνατό του, θα του πουν ότι κακώς έπαιξες ποδόσφαιρο, ενώ καλώς έπαιξε ποδόσφαιρο.
Ε, και να πάει να κόψει και τα πόδια του, δηλαδή να γυμναστεί. Οι γονείς είναι σε κάκιστο δρόμο. Σε κάκιστο δρόμο, τελείωσε. Τώρα αν υπάρχουν δυο καλοί… εν τω μεταξύ το παιδί αποχαυνώνεται στην τηλεόραση, μια εκ των άλλων μεγάλων βλακειών! Είναι δηλαδή μια κατάσταση μεγάλης κατάπτωσης.
Θ.Π Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην κοινωνιολογία (ΜΠΡΙΖΙΤ ΛΕΣ) « Δεν τους αφήσαμε καμιά μνήμη ζωντανή. Βρίσκονται αντιμέτωποι με γονείς οι οποίοι αρνούνται να γεράσουν και εξακολουθούν να ντύνονται και να ζουν ίδια με τα παιδιά τους.

Τι ωφελεί λοιπόν να φύγεις από το σπίτι όταν οι γονείς σου μοιάζουν σαν να είναι αδέλφια σου; »  Απέναντι σε αυτή την έλλειψη αντιπροσώπευσης, μπαίνουν στην «συναισθηματική προσκόλληση ». Μένουν στο σπίτι τους γιατί η πραγματική ζωή τους φαίνεται χειρότερη. Και στα τριάντα τους γνωρίζουν την πρώτη τους επίσημη νεύρωση.
   Η παραδοσιακή μορφή οικογένειας όμως, με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, βλέποντας το παιδί να γυρίζει από το παιχνίδι το αντιμετώπιζε σαν κάτι φυσιολογικό.

Τ.Μ  Και να του λέγανε κάτι, το λέγανε με τέτοιο τρόπο ώστε δεν το κλείνανε μέσα σε γυάλα…
Θ. Π  Ναι, δεν ήσαν υπερπροστατευτικοί. Όσο για τις υψηλές αξίες, τα ιδανικά και τα πρότυπα, που ένας καθηγητής θα έπρεπε να δίνει στους νέους σήμερα γιατί υπάρχει αυτή η απάθεια; Απάθεια τόσο για τις διαχρονικές αξίες αλλά και την αγάπη ή έστω το ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, την ποίηση την γενική μόρφωση;

Τ.Μ  Ένας λόγος είναι ότι δεν πείθει ο καθηγητής, όσο παράξενο και να φαίνεται. Θεωρούμε τον εκπαιδευτικό καλό, ότι τα προσφέρει ωραία.
 Για να συγκινήσεις όμως  τα παιδιά σήμερα, όπως είναι αποχαυνωμένα, χρειάζονται  περισσότερες  ικανότητες του καθηγητή,   που δεν πείθει, αναπαράγοντας μόνο τον παπαγαλισμό. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι δεν κυκλοφορεί στον «αέρα» ο σεβασμός, δεν σέβεται κανένας τα ιδανικά, δεν σέβεται κανένας τις αξίες- τις αιώνιες θα λέγαμε- τις θεμελιώδεις, αυτές που δένουνε την κοινωνία με την ζωή την ίδια. Δεν υπάρχει ο σεβασμός.
 Για να έχεις σε εκτίμηση αυτές τις αξίες πρέπει να είσαι κοντά στο βαθύτερο νόημα της ζωής-τι ποσοστό νέων και μεγάλων είναι κοντά σε αυτό το νόημα- και ποιο είναι αυτό, Τι νόημα έχει η ύπαρξη, Αν δεν έχεις αυτό στο μυαλό σου, τότε όλα είναι μια επιτήδευση, μια ψευτιά σαν συνθήματα ωραιολογικά. Δεν πείθεσαι για τίποτα δεν πιστεύεις τίποτα.

-Τι μου αφήσατε; Τι μου μεταδώσατε;
Σε αντίθεση με σας , εμείς στερηθήκαμε όλες τις δυστυχίες.
Ο πόλεμος και η μιζέρια είναι για μας μόνο εικόνες.
Ζήσαμε σε μια πολυτέλεια πρωτοφανή για την Ιστορία και τον Πλανήτη.
 Στον καιρό της αφθονίας φαγώθηκαν τα σταφύλια  του χρήματος της ελευθερίας και της αγάπης.
Εμείς βρισκόμαστε εδώ, με τα δόντια χαλασμένα, παιδιά των  πόλεων από γυαλί οθόνης.
ΛΟΡΑΝ ΜΠΕΚΑΡΙΑ « ΚΥΡΙΑ ΤΣΑΝΓΚ »

Θ.Π Ας γυρίσουμε για λίγο, πίσω τον χρόνο…στο Ξυλόκαστρο της δεκαετίας του 1970 ,όπου η υλικοτεχνική υποδομή στην εκπαίδευση ήταν ανύπαρκτη.
Κάτι άλλο όμως συνέβαινε στην παιδεία. Ο καθηγητής ενέπνεε παρόλο που τα βιβλία είχαν την ίδια λογική της μονομερούς μάθησης.
 Συγκρίσεις διαχρονικές είναι βέβαια επικίνδυνες αλλά διαφωτιστικές, για παράδειγμα, υπήρχε το όραμα των σπουδών, την φοιτητικής ζωής…

Τ.Μ Θέτεις πολλά πράγματα…τι να πω. Όταν  μια φιλόλογος που υποτίθεται ότι είναι προικισμένη δεν μπορεί να αναλύσει ένα ποίημα- πολλές φορές και τα ποιήματα που έχουν επιλέξει δεν είναι κατάλληλα με την έννοια ότι δεν είναι αντιπροσωπευτικά του χώρου- τέλος πάντων. Όταν δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν αυτά τα βασικά…είναι ξεπεσμός.
Θυμάμαι- εγώ τώρα στο μυαλό μου έχω τελείως άλλες εικόνες – έκανα Φυσική , τις θεμελιώδεις εξισώσεις της Φυσικής, λύναμε με τους μαθητές μερικά προβλήματα και ρωτούσα. «παιδιά τι πιστεύεται, ο άνθρωπος έχει καταλάβει το βαθύτερο νόημα της μάζας, τις ενέργειας, δηλαδή ξέρει κανένας αυτό που λέω, ασκώ δύναμη στο ποτήρι, τι είναι η δύναμη που ασκώ στο ποτήρι; Τα ξέρει αυτά ο άνθρωπος, το ανθρώπινο ον; 

 Ε…και τα παιδιά προβληματιζόσανε , και τους έλεγα, ότι την βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, την φύση του φυσικού κόσμου στο βάθος του δεν την ξέρουμε, δεν γνωρίζουμε για την φύση της ενέργειας, την δύναμη της μάζας και έτσι κάναμε συζητήσεις.
Σκεφτείτε ότι οι Αρχαίοι είχαν το νερό την φωτιά τον αέρα την γη και ο Παλαμάς  (αυτό δεν το έχουμε καταλάβει στο βάθος του) ακούτε πως το λέει στο δεκάλογο του γύφτου.
«αέρα, γη, νερό, φωτιά/ ότι και αν υπόταξε από σας/ ο άνθρωπος, ο νους/ τίποτα από σας δεν ξέπεσε / και κρατάτε ακόμα τα σκοτάδια σας/ τα άψαχτα και τα αταπείνωτα/ όλων των αβύσσων τους βρικόλακες και όλους τους αυγερινούς… και τα παιδιά προσέχανε και δίνανε σημασία και έβλεπα μερικούς να σηκώνετε η τρίχα τους στα πρώτα τα θρανία…αυτά έχουνε τελειώσει…είναι τελειωμένα.
Αυτό όμως είναι και θάνατος. Είμαι αλλού τώρα… και σου λέω ότι βαθύτερα δεν έχουμε άποψη για το νόημα της ζωής…φαίνεται ότι η καλοσύνη η αγάπη  η γνώση, η συγκρότηση του πνεύματος, το συμμάζεμα της προσωπικότητας, το νεύρο, το ιδανικό – φαίνεται Θανάση – βαριά κουβέντα αυτή που λέω, ότι σε ακολουθούνε και μετά τον θάνατο.
Αυτό ίσως κάνει εντύπωση , αυτό όμως μένει και για μένα. Γι αυτό έχουν αξία τα ιδεώδη… συντηρούνε βέβαια την κοινωνική ζωή, αυτό ναι, αλλά αυτό είναι σε πρώτο επίπεδο, χαμηλότερο. Φαίνεται όμως ότι οι αξίες, η αξία ας πούμε των Αγίων, η αρετή η αλήθεια, ο σεβασμός, η αρετή με την μαχητική έννοια του όρου –ενάρετος προέρχεται από την λέξη ΑΡΗΣ- δηλαδή να είσαι ο Θεός του πολέμου, δηλαδή δυναμικά ενάρετος, να ενοχλείσαι από την αδικία να πολεμάς το άδικο .
 Αυτά έχουν αξία διαχρονική , γιατί από ότι φαίνεται είναι μεταφυσική παρουσία ο άνθρωπος, δεν είναι μόνο εδώ, είναι και για παραπέρα.
 Ποιος νέος τελειώνει το λύκειο σήμερα και ξέρει ποιο ρόλο έχουν διαδραματίσει οι προφήτες ποιητές, οι κρυφοί νομοθέτες του κόσμου μέσα στην Ιστορία της ανθρωπότητας, Έχουνε διαμορφώσει τον πολιτισμό. Πέρσι πήρα στα χέρια μου ένα βιβλίο, 464 σελίδες, ενός καθηγητή Πανεπιστημίου, που αποδεικνύει ότι όλοι οι νόμοι, οι κανόνες δικαίου του δυτικού πολιτισμού στηρίζονται πάνω σε ρήσεις αρχαίων ποιητών. Κανένας δεν λέει στα παιδιά ότι οι ποιητές ανατρέψανε κοινωνικο-πολιτικά δεδομένα και διαπλάσανε συνειδήσεις.  Κατάπτωση γιγάντια.

Θ.Π  Ενώ οι αξίες είναι στο επίκεντρο της κουβέντας μας, πρέπει να ρωτήσω και για τον  βασικό θεματοφύλακας τους, την Εκκλησία. Διαπιστώνουμε σήμερα την κάμψη του θρησκευτικού συναισθήματος παράλληλα με λαοσυνάξεις, συλλαλητήρια , δημοσιότητα και Μ.ΜΕ…

Τ.Μ  Στο βάθος…όχι, όχι, θα σου πω κάτι άλλο τώρα. Δεν μου λες…σε μια λαοσύναξη τι ποσοστό κατέχουν αυτοί που είναι χριστιανοί, που πιστεύουνε στον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό και τι ποσοστό από αυτούς δεν πιστεύει παράλληλα και στον Μαμμωνά τον Θεό του χρήματος; Τι ποσοστό δεν είναι παραδόπιστο, πόσοι ενώ έχουν χρήματα, δεν δίνουν τεράστια σημασία στο κέρδος, την δύναμη;  Στη λαοσύναξη εγώ θα πετάξω το 95% που είναι παραδόπιστοι και θα κρατήσω το 5% αυτών που αληθινά πιστεύουν…και τους αναφέρει όλους Άγιο λαό ο Χριστόδουλοςαυτά είναι ψεύτικα πράγματα.
Γυρνάω στην ουσία του ερωτήματος. Εμένα με ενοχλεί η αλαζονεία της εκκλησίας και των εκκλησιαστικών παραγόντων εις τους αιώνες.
 Υπάρχει αυτή η αλαζονεία που στηρίζεται στο Σταυρικό Θάνατο του Θεού.

 Λοιπόν, όταν είσαι αλαζόνας την στιγμή που ο Θεός τέντωσε τα χέρια του και τα καρφώσανε πάνω στο Σταυρό, περνώντας Του και ακάνθινο στεφάνι , η αλαζονεία αυτή με ενοχλεί. Ένα αυτό. Ένα δεύτερο, χωρίς να το συνδέω με το θέμα των ταυτοτήτων – ένα αστυνομικό χαρτί είναι, τι έχει πάνω, ότι θέλει η αστυνομία, ότι εξυπηρετεί-αλλά διακρίνω στους κυβερνώντες , το έχω αναφέρει και στη τηλεόραση , μια θεοποίηση της λογικής , είναι μονοδιάστατοι, χωρίς ευρύτητα , δεν ξέρουνε πόσο κοντά μας είναι το μυστήριο και το υπέρ-λογο , το πάνω από την λογική. Είναι ανυποψίαστοι τι είναι το Θαύμα, για παράδειγμα. Υπάρχει το  θαύμα; Υπάρχουν παράξενα φαινόμενα, Υπάρχει ζωή παραπέρα ;  Αυτοί είναι μονοδιάστατοι χωρίς την αληθινή λογική…δεν θα κάνουμε όμως φιλοσοφική ανάλυση τώρα , υπάρχουν ενδιαφέρουσες σκέψεις στο θέμα. Αναφέρω για παράδειγμα από την πολιτική ζωή, τον Πρωθυπουργό κ. Σημίτη - τον οποίο συμπαθώ- ο οποίος έχει μια ευθύγραμμη λογική, δεν μπορεί να πάει ούτε δεξιά ούτε αριστερά, με μόνο στόχο την ανάπτυξη, την ανάπτυξη…ε,  ωραία ! Αυτά με ενοχλούνε και εκεί μπορεί να δώσεις κάποιο δίκαιο στην εκκλησία που ανησυχεί, με τέτοιο τρόπο όμως, ανόητο και αντιχριστιανικό, τις πιο πολλές φορές. Δηλαδή, βλέπω εκφράσεις που είναι τελείως αντίθετες και με το Ευαγγέλιο.
Φτάνουν σε σημείο να συγκρίνουν τα ποσοστά τους με τον Κωνσταντόπουλο! Εξευτελισμός…δεν θέλω να μείνω άλλο σε αυτό το θέμα.

Θ.Π Αποχαιρετώ τον δάσκαλο και ποιητή Τάκη Μιχόπουλο  με ένα απόσπασμα από δημοσίευσή μου στον Τύπο, για την α-γλωσσία στις σχέσεις Εκκλησίας, Κράτους και Παιδείας. Υπάρχουν πολλές σκέψεις πάνω στο θέμα τόνισε ο Δάσκαλος. Η προσέγγισή μου είναι από την οπτική της κοινωνιολογίας.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΛΕΞΗ ΠΕΙΝΑ







Μια λέξη ρηματικός μαγνήτης , πόλος απώθησης των άλλων λέξεων για απάντηση.
Η λέξη πείνα είναι άνθρωπος.
Δεν μπαίνει απλά στην ακοή , είναι λατομείο που οι εργάτες της σηκώνουν όλη την αδικία , που προφέρουν και αποθέτουν με θόρυβο στη γη όλο το βάρος που κουβαλά ως έννοια.
Μια λέξη ανοίγει ένα διάλογο, αυτή η λέξη τον εξαφανίζει.
Μέσα στην εκφορά της το κενό η άβυσσος , η ακατοίκητη επιφάνεια της ανθρωπιάς. Τραύλισμα που αντιστοιχεί στα θραύσματα της λογικής, η πιο ταπεινή και αληθινή μαθητεία της αγάπης.
Η λέξη πείνα δεν είναι άηχη, είναι κουρέλι ήχου που χτυπά από μέσα τα αυτιά.
Και ακόμα περισσότερο η ίδια η ανθρώπινη παρουσία που ξεφλουδίζεται σαν φρούτο.


Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ VOLK

Η ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ VOLK










Η ζωή θα έλεγε κανένας, ότι είναι διεστραμμένη. Στην επαρχία τα φυτά ανθίζουν και οι άνθρωποι μαραίνονται. Το χώμα γίνεται λάσπη και η λάσπη τροφή. Σε ένα χωριό γεννήθηκε ένα παιδί, που έπαιζε, ονειρευόταν σαν όλα τα παιδιά, διψούσε σαν όλα τα παιδιά της επαρχίας που πιστεύουν πως υπάρχει κάπου αλλού, κάτι άλλο, ένας θησαυρός καλά κρυμμένος. Επαρχία και χωριό σημαίνει στέρηση και ανέχεια. Το παιδί πήγε στο σχολείο, έμαθε γράμματα ''του Θεού σπουδάγματα'' κι έπειτα...Στα χωράφια η ζωή είναι δύσκολη , ο βίος επίπονος και για ένα παιδί που ονειρεύεται. Ο αδελφός του, ο μεγάλος είχε φύγει για ''έξω''. Μετανάστης...για να προκόψει. Να βγάλει λεφτά, να γίνει κάποιος. Να ζήσει σαν άνθρωπος. Τα λεφτά δεν έχουν καμιά σχέση με τον άνθρωπο, με την ουσία του ανθρώπου, αλλά όλοι οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν λεφτά. Μερικοί, οι πιο πολλοί, το θέλουν πιο πολύ. Ο αδελφός και το παιδί είχαν ακούσει από τους γέροντες τα γνωστά παραμύθια για εκείνους τους ζάμπλουτους που, δήθεν είχαν ξεκινήσει με τρύπιο παντελόνι και με τον ιδρώτα του προσώπου τους γινήκανε λεφτάδες. 
Το παιδί άκουγε τον αδελφό του που καταλάβαινε πιο πολλά, πως ήθελε -ονειρευόταν- να γίνει πλούσιος.   Να γυρίσει κάποτε στο χωριό του με κοστούμια και λουστρίνια και αμάξι <πού να φυσάει> για να τον θαυμάζουν όλοι.. Άκουγε το παιδί τον μεγάλο αδελφό, πως θα τον <έκανε βόλτα> με το αμάξι , αυτόν πρώτα από όλους και το παιδί δάκρυσε από τη λύπη που τον έχανε. Ο αδελφός γέλασε στον μικρό και του έδωσε ένα πολύτιμο δώρο, που χάραξε το παιδικό μυαλό. Ήταν ένα δαχτυλίδι, ίδιο ακριβώς με αυτό που φορούσε και εκείνος.    Έφυγε λέγοντας μια τελευταία φράση, << θα περάσω ότι είναι να περάσω, το ίδιο και εσύ και όταν έρθει ο καιρός θα συναντηθούμε στην άκρη του τούνελ>>. Και το παιδί έβλεπε τον αδελφό του να φεύγει και ήξερε πώς έφευγε για πολύ καιρό. Είχε χωρίσει και με την κοπέλα του –αυτή του επέστρεψε το δαχτυλίδι- το δαχτυλίδι που φορούσε τώρα στο χέρι του ο μικρός. Το παιδικό μυαλό σκεφτότανε « έφυγε ο αδελφός μου, χώρισε με την κοπέλα του –μου έλεγε ότι δεν θα την άφηνε ποτέ –άφησε τους γονείς μας και εμένα και πήγε « έξω», εκεί που είναι πολύ μακριά. Θα έρθει όμως κάποια μέρα που θα γυρίσει, γιατί με αγαπάει και θα είναι και πλούσιος. Μα τα χρόνια περνούν...





Στον κεντρικό τοίχο της αίθουσας, ήταν πίνακες ζωγραφικής με σταυρωμένους Κλόουν.
. 
Θύμιζαν πίνακες του μεγάλου εξπρεσιονιστή Λανάρωφ. Η παράσταση που κοιτούσε, ήταν μια παραμορφωμένη μορφή με μάτια κουρασμένα που μέσα τους καθρεπτιζόταν η παράσταση ενός θλιμμένου παιδιού. Κοίταξε τα μάτια στο βάθος και η παράσταση του φάνηκε πως ήταν ο ίδιος ο θάνατος. Έσφιξε μέσα από το σακάκι την ζώνη με το όπλο του και προχώρησε προς την έξοδο. Αυτή η έκθεση ζωγραφικής των συναδέλφων του Εγκληματολογικού ήταν καταθλιπτική. Πήγε στο σπίτι του για να ξεκουραστεί. Ήταν κιόλας τρεις το μεσημέρι. Άνοιξε το ψυγείο και κατέβασε γρήγορα δυο-τρείς γουλιές μπέρμπον. Ήταν το τελευταίο μπουκάλι και έπρεπε να φροντίσει για νέα εφόδια. Τώρα όμως χωρίς ούτε ένα ποτό…ήπιε δυο ηρεμιστικά και ξάπλωσε. Η κατάστασή του επιδεινώνεται. Τα όνειρα του διακόπτονται τώρα από μικρότερα εμβόλιμα όνειρα. Χτύπησε το τηλέφωνο ενώ μέσα στο όνειρο του βρισκόταν στον τελευταίο πίνακα ζωγραφικής της εικαστικής έκθεσης του εγκληματολογικού. 


- Εμπρός

-- Κύριε επιθεωρητά, έρχομαι σε πέντε λεπτά να σας πάρω.

-- Έχουμε κανένα…ευχάριστο?

-- Ένα πτώμα αποσυντεθειμένο, ψαρεμένο στην λίμνη.

-- Και το έγραφε το ζώδιο… Λες και δεν το ήξερα.

-Ήταν δυνατό να μην συμβεί κάτι? Οι δημοσιογράφοι το έμαθαν?

-- Όχι ακόμα. Έρχομαι να σας πάρω.

Το περιπολικό έτρεχε έξω από την πόλη, προς το μέρος της λίμνης.

-- Πήγατε στην έκθεση ζωγραφικής?

-- Ναι, ήταν απαίσια…Τι ξέρουμε για το πτώμα?

-- Βρέθηκε από έναν ψαρά δεκαοχτάρη, που έπαθε μάλιστα και μια κρίση πανικού.

-- Άνδρας?

-- Θα δούμε, δεν αναγνωρίζεται το πτώμα. Πάντως έχει πλούτο επάνω του, δαχτυλίδια, διαμάντια και τέτοια.

-- Έτσι λοιπόν ξύπνησε το ενδιαφέρον για το εγκληματολογικό…

-- Μάλλον κύριε επιθεωρητά. Για να μας δώσουν την υπόθεση δεν θα πρόκειται για το πτώμα κανενός αλήτη, αλλά μάλλον πλουσίου, με ποιος ξέρει τι σκοτεινά κίνητρα για το φόνο από πίσω.

-- Μπράβο Τόμας! Βλέπω πως αρχίζεις και συνδυάζεις τις προηγούμενες υποθέσεις μας με το τι μας δίνουν στη Βρομοδουλειά. Χμ! Να ασχοληθούμε με το χειρότερο είδος ανθρώπων, αυτών που τρέφονται από το είδος τους...




Όταν το έβγαλαν στην όχθη το πτώμα ήταν είδη αποσυντεθειμένο. Σκέφτηκε πως όλα τα σώματα είτε καπιταλιστές είτε αριστεροί, είναι ίσα απέναντι στο θάνατο…βρωμάνε το ίδιο. Η μακριά παραμονή του πτώματος στην λίμνη του είχε δώσει την όψη μιας διάφανης βλεννώδους μάζας. Δεν ήταν τόσο η αποσύνθεση όσο εκείνη η σκοτεινή μορφή, που πάγωσε τον επιθεωρητή. Όλες οι γραμμές και όλα αυτά που προεξείχαν στο πρόσωπο και στο κορμί ήταν ροκανισμένα, τριμμένα και φαγωμένα. Το κρανίο έμοιαζε σαν ένα μεγάλο γυαλισμένο βότσαλο που πάνω του φύτρωναν υγρές ανακατεμένες τούφες μαλλιών σαν μπερδεμένα μακριά φύκια…







Είχε αρχίσει λοιπόν η έρευνα. Ο επιθεωρητής είχε δικά του στοιχεία, την βλεννώδη μάζα και τέσσερα δαχτυλίδια, αξίας πέντε εκατομμυρίων από λευκό χρυσό τα τρία, ενώ το τέταρτο ήταν διαφορετικό και μικρής αξίας. Τα λασπωμένα διαμάντια έκαναν τα δάχτυλα , ή μάλλον τις μελανιασμένες σάρκες των δαχτύλων να φαίνονται σαν ένα κακόγουστο ζευγάρωμα της ομορφιάς και της ασχήμιας. Οι άνθρωποι του επιθεωρητή βάλανε σε πλαστικά σακουλάκια τα δαχτυλίδια και άφησαν για τους τύπους του νεκροτομείου τα υπόλοιπα.

--Φέρτε τα στοιχεία στο γραφείο μου.

-- Μάλιστα κύριε επιθεωρητά.

-- Λοιπόν ! Από πού να αρχίσουμε?

-- …έχουμε μόνο τα δαχτυλίδια.

-- Από τον ιατροδικαστή ?

-- Τίποτα, απολύτως τίποτα! Το πτώμα δεν είναι από την πόλη μας και σίγουρα δεν είναι σεσημασμένος, όπως δείχνουν τα αρχεία μας.

-- Τα δαχτυλίδια ποιος τα εξέτασε?

-- Εγώ κύριε επιθεωρητά. Είναι μεγάλης αξίας τα τρία ενώ το τέταρτο είναι το περίεργο,

-- Δηλαδή ?

-- Είναι μικρής αξίας και δεν έχει ούτε καν αισθητική ομοιομορφία με τα άλλα.

-- Μάλιστα! Πολύ καλό αυτό. Δαχτυλίδι λοιπόν με συναισθηματική αξία. Εκεί πρέπει να στραφούμε τώρα.

Βγάλανε τα δαχτυλίδια από τα σακουλάκια και τα κοσμήματα χωρίς τις μελανιασμένες σάρκες πάνω στις οποίες τα είχε πρωτοδεί ο επιθεωρητής, τον θαμπώσανε. Ως εκεί όμως… Το χέρι του, ακουμπισμένο επάνω στο γραφείο και δίπλα στα τέσσερα δαχτυλίδια, συγκέντρωσε τα μάτια όλων των αστυνομικών. Στο χέρι του επιθεωρητή ήταν περασμένο ένα δαχτυλίδι ίδιο ακριβώς με το τέταρτο , αυτό του άγνωστου πτώματος.
Ο επιθεωρητής έφυγε τρέχοντας από το γραφείο του και άφησε πίσω του, μέσα στη σιωπή , τους έκπληκτους συναδέλφους του.



Το σπίτι ήταν φρικτά άδειο. Ήπιε από το μπουκάλι μπέρμπον που μόλις είχε αγοράσει και άρχισε να ντύνει με την φαντασία του την βλεννώδη μάζα με σάρκα, αναπαριστώντας το πτώμα πριν την αποσύνθεση. Αισθανόταν κρύο από μέσα του και το δάχτυλο που φορούσε το δαχτυλίδι τον έκαιγε φοβερά. Είδε το χέρι με τα διαμάντια να κινείται, να βγαίνει από το νερό της λίμνης και μετά ολόκληρη την φιγούρα να αγωνίζεται να σταθεί όρθια μέσα στη λίμνη , προσπαθώντας να πλησιάσει προς την όχθη. Το κρανίο που έμοιαζε σαν ένα μεγάλο γυαλισμένο βότσαλο ήταν στραμμένο προς το μέρος του και μέσα από τα ροκανισμένα και τριμμένα χαρακτηριστικά του, ένοιωθε πως τον φώναζε. Η διαύγεια της εικόνας τον είχε παγώσει. Φοβήθηκε και δεν ήθελε να συνεχίσει. Ήταν όρθιος και ακίνητος μέσα στη κουζίνα. Σε μια κατάσταση σύγχυσης, η πραγματικότητα μπερδευόταν όλο και πιο πολύ με το παράλογο, το παρελθόν ενσωματώνονταν στο παρόν και όλα μαζί γίνονταν ένα τρελό κουβάρι που τύλιγε σφικτά και τον κυλούσε στο δρόμο της παράνοιας. Το παιδί, έσφιξε την ζώνη με το Magnum 357 και άνοιξε άλλο ένα μπουκάλι ουίσκι. 

Είχανε περάσει περίπου σαράντα χρόνια και το παιδί , πενηντάρης πια, ήταν ένας πετυχημένος επιθεωρητής του εγκληματολογικού, ο επιθεωρητής VOLK.
Το παιδί στο χωριό είδε να πεθαίνουν οι γονείς του, είδε να μην έρχεται ο μεγάλος αδελφός του και είδε να μένει τελείως μόνος. Στα χέρια του είχε μόνο ένα γράμμα του, το μοναδικό που είχε στείλει. Έφυγε από το χωριό του, περιπλανήθηκε σε ξένους τόπους μέσα στον χρόνο και έφτασε στα πενήντα του, ένας επιθεωρητής ευσυνείδητος, το πρώτο όνομα στο εγκληματολογικό. Ο επιθεωρητής όμως τον αδελφό του δεν μπόρεσε να τον βρει ποτέ. Αισθανόταν πάντα αποτυχημένος και ποτέ δεν τον άγγιζαν τα «μπράβο» των ανωτέρων του, για τις υποθέσεις που ξεκαθάριζε. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην ησυχάσει αν δεν βρει τον αδελφό του. Αυτή η ελπίδα τον κρατούσε πάντα αφοσιωμένο στη δουλειά του με μόνη συντροφιά το Μπερμπον και τα ηρεμιστικά του. Το παιδί ήπιε και , παρά την θέλησή του ξαναγύρισε στην αναπαράσταση. Οι εικόνες ξαναζωντάνευαν και το πτώμα γεννιότανε κομμάτι-κομμάτι, σιγά-σιγά και άρχιζε να αποκτά χαρακτηριστικά. Είχε συγκεντρώσει πια, όλη την προσοχή του στην παράσταση, που την έβλεπε με όλο και πιο μεγάλη ένταση να ζωντανεύει μπροστά του. Σκέφτηκε πως αυτό ήταν το πιο επικίνδυνο και τρομαχτικό παιχνίδι που του είχε παίξει ποτέ η φαντασία του. Έκλεισε τ
α μάτια σε μια τελευταία προσπάθεια να τα σταματήσει όλα. 



-Αδελφέ μου ! Η ξένη φωνή, του γέμισε το κεφάλι και έντρομος άνοιξε τα μάτια του. Η διαύγεια της εικόνας τον τρόμαξε και πετάχτηκε όρθιος. Στα δύο βήματα μπροστά του βρισκόταν η εικόνα του αδελφού του που τον κοιτούσε χαρούμενος. Τα μελαγχολικά μάτια όμως, έκαναν την καρδιά του να κλωτσήσει και την σκέψη του να παγώσει.

--Εγώ είμαι… ο αδελφός σου.

--Δεν είναι δυνατόν…όχι!

--Δεν θα ήθελα αδελφέ μου να με έβλεπες νεκρό, αλλά…να ξέρεις πως δεν σε ξέχασα ποτέ μου και πάντα ονειρευόμουν τη στιγμή που θα σε ξαναέβρισκα.

--Δεν μπορώ να καταλάβω…το δαχτυλίδι… το πτώμα…εσύ, γιατί τόσο αργά?

-- Αργά…σου είχα υποσχεθεί ότι θα γύριζα πλούσιος, ότι θα ήσουν περήφανος για τον αδελφό σου. Είναι τόσο αργά τώρα. Ξέχασε τα όλα σε παρακαλώ. Ήξερα που ήσουν, ποιος ήσουν, μα δεν ήθελα να ντρέπεσαι για μένα. Τώρα λοιπόν αδελφέ μου, άσε με να ηρεμήσω και σταμάτα τις έρευνές σου. Άσε με να πάρω μαζί μου ένα μυστικό που αν το μάθαινες, θα σε σκότωνε.

-- Μα τι κακό θα μου έκανες? Έγινες πλούσιος, είπες, χωρίς παρανομίες αλλά παρ’ όλα αυτά κρυβόσουν. Γιατί δεν ήρθες να με βρεις? Πως και δεν σε βρήκα εγώ που ερευνούσα πάντα για σένα?


Ο αδελφός του τον κοιτούσε αλλά τα χαρακτηριστικά του, γίνονταν συνεχώς πιο παιδικά, ώσπου έφτασαν στην ηλικία που ήσαν παιδιά, τότε που έπαιζαν μαζί ξέγνοιαστα. Μπροστά από τον επιθεωρητά στέκονταν τώρα, ο αδελφός του στην ηλικία του παιχνιδιού και της χαράς. Του έγνεψε να κάτσουν κάτω και να παίξουν. Ο επιθεωρητής πλησίασε, έκατσε και άρχισε το παιχνίδι…

Στο γραφείο του επιθεωρητή, οι συνάδελφοί του ήταν ευχαριστημένοι από την επιτυχία τους. Είχαν κλείσει μόνοι τους την υπόθεση και το μόνο που τους έμενε ήταν να τον πάρουν τηλέφωνο. 

--Είδε το τέταρτο δαχτυλίδι που ήταν ίδιο με το δικό του και θα παρομοίασε το νεκρό με τον εαυτό του. Πίνει πολύ τώρα τελευταία…Πρέπει να τον βοηθήσουμε ως συνάδελφοι και ως φίλοι. Ποιος θα πάρει να του πει τα ευχάριστα?

Οι άλλοι συμφώνησαν και ο Τόμας σήκωσε το τηλέφωνο. Το τηλέφωνο χτύπησε και ο επιθεωρητής σαν να βγήκε από λήθαργο, πετάχτηκε όρθιος. Ένοιωσε σαν να χόρεψε κάποιος κλακέτες στο πρόσωπό του. Ο αδελφός του συνέχισε να παίζει ανέμελα και χωρίς να δίνει σημασία στην ανησυχία του. Σήκωσε το τηλέφωνο, ενώ η παράξενη παγωνιά που τον είχε αγκαλιάσει προηγουμένως, ξαναγύρισε.

--Κύριε επιθεωρητά, πως είστε?

--Καλά Τόμας, αισθάνθηκα μια αδιαθεσία γι’ αυτό έφυγα βιαστικά.

--Όλα εντάξει με την υπόθεση, Επικοινωνήσαμε με το Εγκληματολογικό με την πόλη VAASA και ανακαλύψαμε την ταυτότητα του πτώματος της λίμνης. Η υπόθεση είναι πολύ απλή! Χαίρομαι γιατί δεν θα κουραστείτε με αυτή την υπόθεση μιας και είστε αδιάθετος.

--Λοιπόν?

--Το πτώμα ανήκει στην Λουίζα. Είναι γνωστό τραβεστί…

Τώρα με τα γεράματα όμως παρά τα πολλά πλούτη που είχε αποκτήσει αισθανόταν μεγάλη μελαγχολία. Μέσα σε αυτό το χρόνο είχε κάνει δυο απόπειρες αυτοκτονίας. Βρέθηκε στο σπίτι της-του- ένα γράμμα που μιλούσε για την 

αυτοκτονία και τόνιζε ότι είναι ανώφελο να ψάξουν! Ο δεσμός που είχε πέθανε πριν δύο μήνες. Τώρα, γιατί διάλεξε την πόλη μας? Ποιος ξέρει…ίσως για να μη βρεθεί η ταυτότητα της.

Το τηλέφωνο έπεσε στο δάπεδο και ο επιθεωρητής γύρισε προς τον αδελφό του. Το παιδικό κορμί είχε μείνει σαν άγαλμα, ακίνητο και μέσα από τις σάρκες του άρχισε να ορθώνεται το πτώμα της λίμνης. Ξαναγινόταν και πάλι σιγά-σιγά, κομμάτι-κομμάτι. Ο επιθεωρητής ένοιωσε να βυθίζεται βαθιά στα τοπία της τρέλας. Η οπτασία, γύρισε την πλάτη και ξαναγύρισε είδε το πρόσωπό του αδελφού του να έχει γίνει γυναικείο. Τα χείλη έντονα βαμμένα, σαρκώδη, τα ζυγωματικά ψηλά και τονισμένα. Οι βλεφαρίδες μεγάλες, τα μαλλιά μακριά και βαμμένα ξανθιά. Τα χέρια ήταν σταυρωμένα μπροστά στο στήθος για να κρύβουν τη γύμνια του. Το πρόσωπο άρχισε να φωτίζεται και ένα γέλιο έσπασε την ησυχία ενώ τα πλούσια, από σιλικόνη στήθια, αναπήδησαν μέσα στα χέρια που τα έκρυβαν. Ο επιθεωρητής ψέλλισε από μέσα του το όνομα του αδελφού του.

--Χα, χα, χα, λέγε με Λουίζα, δεν αισθάνομαι καλά με το παλιό μου όνομα…Άλλωστε το έχω ξεχάσει από καιρό…Έχεις γίνει ωραίος άνδρας αδελφέ μου! Δεν ξέχασα ποτέ πως είμαστε δεμένοι…σαν δύο όρχεις…χα! χα!

--0χι, όχι …ο επιθεωρητής ούρλιαξε και έπιασε ασυναίσθητα όπως σε όλους τους κινδύνους το όπλο του.

--Μα τι λες αγαπημένε μου! Δεν θα σε αφήσω ποτέ πια! Χρειάζεσαι συντροφιά, με έχεις ανάγκη περισσότερο από κάθε τι…είσαι τόσο μόνος… Η Λουίζα γελώντας όλο και πιο δυνατά άνοιξε τα χέρια και πρότεινε τη γυμνή αγκαλιά της.

--Έχεις εκλάβει για ζωή τα υποκατάστατά της, που στοίβαξες μέσα σου και ξέχασες πως τόσο τρέξιμο μάλλον στην θλιβερή απουσία του έρωτα το χρωστάς.
Ο επιθεωρητής ενώ βρισκόταν ένα βήμα από την αγκαλιά, τράβηξε το 357 magnum. Η οπτασία συνέχισε να γελάει υστερικά και αντί να απομακρυνθεί άρχισε να κλείνει σιγά-σιγά την αγκαλιά της, με αυτόν μέσα. Ο επιθεωρητής έβγαλε ένα ουρλιαχτό και το όπλο του άδειασε μόνο του… Οι σφαίρες πέρασαν μέσα από το πτώμα της λίμνης, εξοστρακίστηκαν πάνω στη σιδερένια κορνίζα του όρθιου ρολογιού και διαπέρασαν το μέτωπο του επιθεωρητή που στα τοπία της τρέλας είχε χαθεί για πάντα.