HOMO NEOTACSIOUS



 Θεώρησε ότι κατέβηκε από τα αρχέγονα βουνά. Γλίστρησε μέσα στο χρόνο, έφτασε στον ξηροπόταμο που διασχίζει όλη τη γη και με όλη τη δίποδη φυλή του έχτισε τις χαλικιές της όχθης του. Μια νέα φάρα προνομίων τον χώρισε για πάντα από τα σπήλαια που ζευγάρωναν  με τη ζωώδη ευγενική του φύση. Εδώ το προπατορικό βάρος τεμαχίστηκε από Προκρούστες νομοθέτες και γέννησε νέες αξίες.  Νέα νοήματα νέες απαντήσεις τον έκαναν ανίκητο. Ο ξεροπόταμος έγινε μια αστραφτερή ηλεκτρισμένη εποχή  με εκβολές ανθρώπων και φωτισμένες πόλεις. Το κλίμα του είναι εύκρατο και μια τρύπα στον ουρανό – στενή οπή από πνοή τιμωρού υπενθυμίζει τη σχέση του με τη φύση.  Έγινε μέλος μιας ομάδας με άποψη για τον εαυτό της, μιας ράτσας που δεν αφηνιάζει εφόσον ελέγχει το παρόν . Υπάρχουν κανόνες ενάντια στη βία, κανόνες καριέρας που τυλίγουν σαν χλωρίδα τη συμπεριφορά. Υπάρχει το χειροκρότημα που υποστηρίζει τα απατηλά ιδανικά, τις παρωπίδες των ιδεών και τον μαγευτικό κόσμο της ομάδας. Μπορεί να υπάρχουν σαν δύσοσμα κομμάτια σκέψεις από παλιά βιβλία αλλά μια μεταμόσχευση εγκεφάλου ή μέρους του αλλάζει τη συνείδηση ανώδυνα. Ένα πλήθος γιατρών γυαλίζει όλα τα πηνία του και μυριάδες κοινωνικοί λειτουργοί επουλώνουν τα φαγωμένα ψυχικά χαρακτηριστικά του. Ακόμα και η μια όψη του η ομοιόμορφη και γλιστερή που σπαρταρά μέσα στο δίχτυ του χρόνου διακοσμείται υπέροχα με πλαστικές επεμβάσεις και έτσι αναπηδά με θελκτικές συσπάσεις  δίπλα στα άλλα όντα..Ο έρωτας ή το σεξ δε θέλουν πια αγωνιστικότητα, απλά παράδοση. Δύο, με μια ομοιόμορφη όψη. Το σεξ δε θέλει παρέα απλά παραμονεύει στο ακατοίκητο του εγκεφάλου. Τα πρωινά συλλέγει χρυσές τρίχες από δημόσιες λεοντές και τηλεοπτικά αξιώματα. Στον ελεύθερο χρόνο του ντύνεται άγριος θηριοδαμαστής και στομώνει τις συναισθηματικές του διάρροιες. Φυγάδας εξόριστος ο παρελθών εαυτός του, κάηκε σαν απαγορευμένο βιβλίο. Έτσι το μάτι του αστράφτει σαν λαμπερό σαλάχι μέσα στην παγκόσμια αρμονία που επιβάλλει ο αστυνόμος που κρύφτηκε μέσα του.     

                                                                                        
Μα, στα άδυτα της σκέψης του θρονιασμένα ερωτηματικά,φονιάδες χωρίς αυτουργό ανασύρουν φιλοσοφικές νεκροψίες: Τι είναι πιο σημαντικό; Η σκέψη ή η ηθική της σκέψης;  Τι είναι και που βρίσκεται το αληθινό «homo»; Κατοικούμε μέσα του ή απλά έχουμε κρίσεις ταυτότητας; Από γιος ως εραστής έχουμε πολλούς εαυτούς. Μπορούμε να τους αποφύγουμε και απλά να υπάρχουμε στον ξεροπόταμο; Οι ακαθαρσίες των ξωτικών υπάρχουν ή απλά παρεξηγούμε τα παραμύθια; Ποιος ζει τη ζωή μου αν εγώ περιπλανιέμαι αγνοώντας τις ρυτίδες; Μήπως η σεξουαλικότητα είναι μια τεχνολογία που μας ελέγχει και δεν αφήνει να γίνουμε πιο ελεύθεροι αύριο;                                                                                                                              
                                                                                                                                                                                                  Ο HOMO NEOTACSIOUS ως φοβισμένος τυμβωρύχος πηδά στο πηγάδι με ένα κλειδί κρεμασμένο στο λαιμό του.Συναισθάνεται πως η πτώση συμπυκνώνει τη ζωή του σε μια τυφλή τελετουργία νομισματοκοπείων. Κάθε αξία γεννήθηκε σαν αστραφτερό λέπι και μια νέα φυλή προνομίων ξεπηδά για να εξουσιάσει.    Θανάσης Πάνου (Από το βιβλίο: «Ζώα άγρια και οικόσιτα»)


http://www.blogger.com/blogger.g?blogID=8946035850687617044#editor/target=post;postID=861388931801479637

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

ΤΟΠΙΑ ΠΑΘΟΥΣ

ΤΟΠΙΑ ΠΑΘΟΥΣ

Τα πάθη γεννιούνται αιφνίδια στο τοπίο των απρόσμενων συναντήσεων, όταν κάποιος κατοικεί σε χώρο ακατοίκητο  με κρύα χρώματα. Τότε η πραγματικότητα ξεδιπλώνεται ζωηρά και εκτείνετε σε όλο το είναι του όντος. Ενωπίον και εντός, ο χρόνος αρπάζει και αιωρεί όλες τις αισθήσεις. Την γέννηση του πάθους δεν την αναφέρουν οι επιστήμονες ψυχής, εμείς όμως το γνωρίζουμε , μας το έμαθε η αιώρηση που εκτεθειμένους μας συμπαρασύρει. Στην αυλή συνάντηση των  αισθήσεων. Έτσι, δεν μας  ενώνει η λογική ή ο ορθός λόγος με τον σύντροφο του πάθους. Βρισκόμαστε αίφνης  στο ίδιο δυναμικό πεδίο, σε ένα  θέατρο μαγνητικό που ως δια μαγείας προβάλλει. Βυθίζουμε το βλέμμα εντός του και ο χώρος μας καλεί να ενώσουμε τις πιο θερμές ανάσες μας. 


Πάθος θα πει  απαιτώ την εμπειρία εισόδου  σε όλες τις στοές των αισθημάτων , στα πρωτόγνωρα περάσματα της λογικής και στα ασύμβατα  μονοπάτια που απαιτούν να τα διαβούμε με μια ανάσα καταδύτη σε άπνοια. Κατά βάθος στα τοπία του πάθους μας ενώνουν οι ψηλαφίσεις μιας υπερφυσικής ανατροπής της τετράγωνης λογικής. Η καθημερινότητα κουρελιάζεται και αστραπιαία αναφαίνεται  η αποκάλυψη  μιας νέας αφήγησης των συναισθημάτων. Στο συναπάντημα του πάθους οι άνθρωποι απαγγέλουν έμμουσα τα μηδέποτε ειπωμένα. .Δεν φορά πανοπλία ούτε έχει σύνεργα προστασίας από τα τραύματα, μα σαν την ίδια μας την  ύλη ματώνει την ψυχή. Το πάθος ανασαίνει, δηλαδή αναπνέει μέσα από τον άλλο και υποκινεί σε κοινή ταλάντευση. Νικητής εξέρχεται η τρωθείσα αποκάλυψη του κρυμμένου εντός μας μεγαλείου καρδιάς.  Υπάρχουμε μέσα του , όπως και μέσα στην ύλη δονείται το όν. Πάλλει, κομίζει, προσεγγίζει, συλλαμβάνει και καλεί.  Μέσα στα τοπία του. Όλοι εκστομίσαμε  κρύφιες μουσικές από το πιο ωραίο αγέννητο , ερωτικό τραγούδι. Δεν περνάει από τον ένα στον άλλο σαν τα χρήματα, δεν εμπορεύεται. Γλιστράει σαν το κύμα και με το χάρισμα του νερού  λυτρώνει πλέον  το σώμα μας από  την ηττημένη βαρύτητα  που σε συναισθηματική ακινησία  μας καθήλωνε.

Ο σπόρος  του πάθους ενεδρεύει  μέσα σε όλα τα κορμιά που η  ψυχή βλασταίνει. Στα ένστικτα της παιδικής ηλικίας στα πρώτα σκιρτήματα καρδιάς , στα απόρρητα των απορρήτων.  Τέλος, πεθαίνει ,  όταν επιμελώς κρύβουμε  την αποκάλυψη στον άλλο. Αυτό δεν σημαίνει ότι απέτυχε, ότι υπήρξε ψεύτικο απλά ότι εμπεριέχει σαν όν το μυστήριο του θανάτου.  


ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΝΟΥ

ΤΟ ΥΔΑΤΙΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ

                                                                             ΤΟ ΥΔΑΤΙΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ







   Ο φίλος μου ο Ιάσωνας απεβίωσε σε έναν εφιάλτη του, από υπερβολική ποσότητα θαλασσινού  νερού, στο βάθος του κορινθιακού κόλπου. Βλέπεις η ζωή παίζει παιχνίδια απρόβλεπτα, αν σκεφτείς ότι το μόνο υπερβολικό που κάναμε στην νεανική ηλικία ήταν η υπερκατανάλωση αλκοόλ, τότε που η παρέα μας πίστευε, ότι γεννηθήκαμε καταμεσής στον κατακλυσμό κάτω από την κιβωτό του Νώε , κολυμπώντας. Στη γιορτή μου, μου δώρισε το προσωπικό του ημερολόγιο, δίνοντάς μου το δικαίωμα να μοιραστώ τα όνειρά του, όπως τα ζούσε στις υπόγειες στοές του νου  του. Παραθέτω το όνειρο, όπως ο ίδιος το έχει περιγράψει. Τον αγνό θάνατο μέσα στον υδάτινο κόσμο, σε αυτόν που έχει για φωλιά την άπιαστη κατάδυση, πέρα από τα συμβατά όρια. Την κατάδυση που θανατώνει την υπέρμετρη κοινωνική ανάδυση, μιας καθώς πρέπει κοινωνικής ζωής.

   – Εγώ ο δύτης , παρουσιάζω το τέλος της  πορείας μιας ζωής, μιας τεθλασμένης που αφάνισε την λογική, στα υδάτινα αλμυρά κάτοπτρα της ύπαρξής μου, που ωστόσο θα μπορούσε να είναι και δική σου. Με θεωρούσαν καλό καταδύτη, γιατί παρ’ όλη  την εμπειρία των καταδυτικών μου χρόνων, κρατούσα πάντα αυστηρά, τους κανόνες ασφαλείας και παρέμενα ψύχραιμος βραδυκίνητος ψαροκυνηγός,, επιλέγοντας πάντα την δύσκολη λεία, στους δικούς της όρους. Με ακέραιο τον σεβασμό μου στο περιβάλλον της. Ξέρεις, πρέπει πάντα να ξεχωρίζεις την ζεστή αγκαλιά του νερού. Την ζέστη του δικού σου σπιτιού και την αντίστοιχη του πρόστυχου σπιτιού. Εννοώ με το τελευταίο, οτιδήποτε ξεφεύγει από τους κανόνες ενός ευγενούς  θυροκυνηγού.

   Η  ώρα ήταν 0.00 και σιγά – σιγά βυθιζόμουνα στο βαθύ μπλε, αφήνοντας πίσω μου όλες τις φοβίες που φώλιαζαν χρόνια μέσα μου, σαν παράνομες πόρνες σε κρυφά  σαρκικά  ραντεβού. Οπωσδήποτε πρέπει να διαχωρίζεις  τον φόβο ενός επικείμενου πνιγμού, από το βαθύτερο φλογερό υπαρξιακό ερώτημα του μετέπειτα. Αυτή η βουτιά ,ήταν μια βύθιση σε δίνη πρωτόλεια, πού οδηγούσε κάθετα στο βασίλειο του Μέγα – χταποδιού. Στον παμπόνηρο μονόφθαλμο που καπηλεύεται τα πνευμόνια μου από τις πρώτες καταδύσεις της παιδικής μου ηλικίας. Είχα περάσει το βάθος των ορίων μου, όταν αντίκρισα το στολισμένο θαλάμι του. Κοράλλια και όστρακα σε διάφορα μεγέθη  στόλιζαν  με αρχιτεκτονική χάρη την αυλή του, την στρωμένη με βελόνες πολύχρωμων αχινών. Όταν με αντίκρισε ο πελώριος Μονόφθαλμος θέλησα να πλησιάσω πιο κοντά για να ακουμπήσω το Μέγα – μαλάκιο. Το  πρόστυχο σε βάρος του κόλπο μου, ήταν να το παρασύρω στην επιφάνεια και να του δείξω, πως τόσα χρόνια προσπαθώ να ξεφύγω από την δικιά του βασιλική απάθεια. Ίσως η πράξη αυτή είναι και μια εξιλέωση για τον ψυχικό όλεθρο που ζω, όταν προβαίνω σε πλαναρίσματα και άπειρα καρτέρια. Εκεί στην επιφάνεια, θα ανανεώσω και την αναπνοή μου και θα ετοιμαστώ για την άπνοια της τελευταίας κατάδυσης.

      Η έννοια άπνοια είναι συνώνυμη με την έννοια ζωή. Η ζωή για τον δύτη, είναι μια φούσκα αέρα που σέρνει μέσα στο νερό. Έτσι αν χώσει κανείς κακοπροαίρετα το δάχτυλό του σε αυτή την μπάλα ζωής και αφαιρεθεί το οξυγόνο, με την άπνοια, ζούμε λίγο παραπάνω, βέβαια με ψευδαισθήσεις, σαν να προσπαθούμε να ανατρέψουμε το αναπόφευκτο, σαν να προσπαθούμε δηλαδή, από το κρασί να φτιάξουμε σταφύλι. Κατά τα άλλα, έξω από την θάλασσα μπορεί να κυριαρχεί καταιγίδα, ενώ στο βάθος της ο απνιστής δύτης χορεύει μπροστά στη πύλη της απόλυτης ακινησίας. Ενώ είχα βγει λοιπόν από τα όρια μου, έκπληκτος είδα το χταπόδι, αντί  να  οπισθοχωρήσει στο θαλάμι του, με μια αστραπιαία κίνηση να με αγκαλιάζει. Κι όμως, τα χταπόδια…πετάνε. Τα πόδια τους γίνονται οκτώ ευέλικτες μπαλαρίνες που γλιστράνε στο γαλάζιο του βάθους, σε μια αρμονία μαγική, που σε κάνει να χάνεις την αίσθηση των ορίων του πραγματικού και της φαντασίας.                  
 Αφέθηκα στην παγίδα του. Ο αέρας που υπήρχε μέσα μου, στα πνευμόνια, δεν τροφοδοτούσε πλέον, ούτε με ελάχιστο οξυγόνο τον εγκέφαλό μου. Ο χρόνος αδυσώπητα τσίγκληζε  όλο το μυϊκό μου σύστημα, όλο το υδάτινο περίβλημά μου, με ρίγη υψίστης τάσεως από το γλυκό νάζι του νερού. Η εντολή ανάδυση, μπροστά στη θέα του πεπρωμένου που μεταμόρφωνε τη ζωή σε θάνατο, ατόνησε και έσβησε. Και…η αιώρηση. Αυτές οι φευγαλέες στιγμές ζητωκραύγαζαν  με βραδυκίνητες σκέψεις που έπλαθαν ψευδαισθήσεις αθανασίας. Τώρα πια σε αυτή την αιωρούμενη θαλασσογραφία, η αποστροφή της πραγματικότητας οδηγούσε σε κάθετη βύθιση με φανταστικούς ήχους ντομινουήτας, στο υδάτινο πέρασμα. Φαντάστηκα το σώμα μου δεμένο με τα πλοκάμια του σε ένα χορό ή μια μάχη που το αποτέλεσμά της ήταν προκαθορισμένο. Ο χορός μας έγλυφε την υδάτινη γαλήνη, όπως μια παράνοια οδηγεί τις αισθήσεις, μέσα από την ευδαιμονία σε άγνωστες χρονοδίνες. Και…η ώρα της μάχης. Τα πόδια του με αγκάλιαζαν πλέον θανάσιμα και άκουγα μέσα μου το τρίξιμο των κοκάλων. Ενστικτώδικα και παθιασμένα δάγκωσα το μάτι του μονόφθαλμου, ενώ ένοιωθα τις βεντούζες του να γλιστρούν στον οισοφάγο μου και από εκεί στο στομάχι μου.                                                                                                                                                           
       Αναμφίβολα είχα ένα γερό στομάχι που θανάτωνε οτιδήποτε απειλούσε την ύπαρξή μου. Ο εγκέφαλός μου, είχε δεχθεί το ψευδές μήνυμα, πως ο αντίπαλος, ήταν πια ένας ζωντανά  φαγωμένος  μαχητής.    Ερωτοκυλίθηκα στον πυθμένα ημίνεκρος και κατέληξα στο σκαμπό ενός υδάτινου πιάνου, ακούγοντας μια άηχη μουσική. Ο Ποσειδώνας, είναι αλήθεια, έχει ένα πιάνο στο βυθό, κάνοντας τα καραβάνια των όρθιων θηλαστικών να φύγουν μετά τον κατακλυσμό σε «χαμένους χρόνους και διπλά επίπεδα», όπως ανέφερε και ο Ρεμπό. Οι δυνατές άηχες νότες, ζωντάνευαν το αβέβαιο και ταξίδευαν δια πυθμένος και ύδατος θαλασσινού, σαν τρελές πυγολαμπίδες, στο απέραντο του επέκεινα, του πέρα και πάνω από την ζωή. Από όλα τα βάθη και τις αβύσσους ξύπνησαν οι χαμένοι χρόνοι, τα ναυάγια της ιστορίας και οι ναυτικοί και οι δύτες οι κατατρεγμένοι από Ερινύες, όλοι αυτοί οι τακτικοί πελάτες της θάλασσας , οι πάντα μεθυσμένοι από αλάτι, ρούμι και περιπέτειες. Εδώ αρχίζει και  η τελευταία πράξη που σου αναφέρω. Μου πρόσφεραν από το κρασοπότηρο του Ποσειδώνα μια νέα γεύση σαν από σώμα ερωτικών Αμαζόνων. Στα χείλη μου μέστωσε η άπιαστη αλμυρή ομορφιά που το μεθύσι της έδωσε ήχο στις νότες που ξεπηδούσαν από τα χέρια του Μονόφθαλμου, πάνω στο υδάτινο πιάνο. Άναψα τον φακό μου και με ένα όστρακο χάραξα στη πλάτη του τα τελευταία λόγια. «Μη κλαις, δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα, η ζωή είναι θα περάσει…» χάραξα τους στίχους του αγαπημένου  .

   Αγαπητέ φίλε, πριν δοκιμάσεις και εσύ σαν επιλογή διεξόδου από την ζωή, το υδάτινο πέρασμα, σε προειδοποιώ , ότι αν δεν έχεις λερωθεί από τις εμετικές θύελλες  της στεριάς και από τα ξεράσματα της ανθρώπινης κατάντιας, αν δεν γίνεις παιδί της λιτότητας, του μυστικού της ήρεμης ζωής που στα μαλάκια είναι χαραγμένο, αν ταξιδεύεις πάντα δια ξηράς σε περιχαραγμένους δρόμους, δεν θα ακούσεις ποτέ τις υδάτινες νότες που διαχωρίζουν την  γνήσια από την μη γνήσια ζωή. Άλλωστε όσο ιδιαίτερα δύσκολη και αδιέξοδη φαντάζει μια κατάσταση ενυπάρχει πάνω από το κεφάλι σου το βαθυσκάφος «dues ex machine” για να ολοκληρώσει την διέξοδο από την σκηνή.                                                Σε αυτό το όνειρο, στο ανέγγιχτο του χρόνου, ο κάθε δύτης, βγάζει την γλώσσα στο έκτρωμα της στεριάς που τον γέννησε…

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

                                                     Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ  

Στον Κορινθιακό κόλπο, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, υπάρχουν αρχέγονες σκέψεις που παίρνουν την μορφή εύσαρκων ιδεών και αλλάζουν την ζωή όσων ακούσουν τις φωνές τους.
Τα μάτια τους είναι στραμμένα ανάποδα για να τα δουν οι κολυμβητές που φωλιάζουν στις παράξενες σκιές των κυμάτων. Σε αυτούς που μπορούν να απλώσουν το χέρι και να αγγίξουν τις διαχρονικές αξίες. Έτσι, αντί προλόγου, αρχίζω με την εξιστόρηση μιας φανταστικής εμπειρίας που «άνοιξε» ένα καινούργιο δρόμο στον νεαρό Τάκη Μιχόπουλο.
 Ο Τάκης, ένα απόγευμα του καλοκαιριού είχε καθίσει κοντά στην θάλασσα. Παρέα με το λαστιχοφόρο ψαροντουφεκο  του, κοιτούσε αφηρημένος τα  κύματα  να σκιάν -στην ατσιμεντoτη τότε- αμμουδιά. Άλλο δεν διαπερνούσε την σκέψη του , παρά ο ρυθμός της ανάσας του και η αναλογία της με εκείνη των κυμάτων. Ξάφνου, συνειδητοποίησε πως το εγώ του, το άμεσο και απώτερο περιβάλλον του, ακολουθούσε τα βήματα ενός συμπαντικού χορού.  Ως καθηγητής της φυσικής, ήξερε πολύ καλά, πως η άμμος, τα βράχια, το νερό και ο αέρας γύρω του, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από σύνολο παλλόμενων μορίων και ατόμων, που στην αδιάκοπη τους κίνηση αλληλοεπιδρούν το ένα στο άλλο δημιουργώντας και καταστρέφοντας κάθε στιγμή άλλα μόρια κι άλλα άτομα.
Ήξερε, πως η γήινη ατμόσφαιρα βομβαρδίζεται ασταμάτητα από τις «κοσμικές ακτινοβολίες» , που μεταφέρουν μόρια με υπερβολικό ενεργειακό φορτίο από την άκρη του σύμπαντος και προκαλούν αναρίθμητες συγκρούσεις με τα μόρια του αέρα. Όλα αυτά του ήταν γνώριμα και κατανοητά, εφόσον γνώριζε και δίδασκε, αλλά μέχρι εκείνο το απόγευμα είχε συλλάβει αυτές τις έννοιες μόνο από τις περιγραφές των βιβλίων, τα διαγράμματα στους πίνακες, τα μαθηματικά σύμβολα και τις εξισώσεις. Και ξαφνικά, καθώς πλησίαζε το σούρουπο, εκεί στην άκρη της ακρογιαλιάς, οι θεωρητικές γνώσεις του έγιναν ορατές.  «Είδε» τους καταρράκτες της κοσμικής ακτινοβολίες να κατεβαίνουν από τον ουρανό, «είδε» τα μόρια του αέρα να συγκρούονται, «είδε» την αλληλεπίδραση των μορίων του περιβάλλοντος και του σώματος του, καθώς υπάκουαν στους συμπαντικούς ρυθμούς. «Ένοιωσε» τον αιώνιο ρυθμό της ύπαρξης και της απουσίας, «άκουσε» τη βουή του σύμπαντος και «κατάλαβε» ότι όλα όσα συνέλαβε, δεν ήταν τίποτε άλλο από τον διαχρονικό χορό των ποιητών.
Ένας αγαπημένος περιηγητής της φυσικής και του ποιητικού χορού, ο Fritjof Capra, μου είχε «μιλήσει» για την ιδιαίτερη ύπαρξη του ανθρώπου που μπαίνει σε μεταφυσικούς χώρους με γέφυρα την ποιητική μεθοδολογία.  Με την πρόοδο του χρόνου, πέρασα και εγώ παρέα με τους μαθητές του δάσκαλου Τάκη Μιχόπουλου, από την απλή υποψία στη διερεύνηση. Μας δίδαξε μέσα από τον «χορό» του, το θαυμάσιο πλαίσιο , όπου χωρούν  δίπλα στη κάθε επιστήμη και οι πιο τολμηρές συλλήψεις.
  Το θαυμάσιο πλαίσιο,  όπου το σύνολο των νοημάτων γίνεται «οικείο».